τάδε
(αντων.)
τάδε
['taðe]
Ανακ., Μισθ.
τάδες
[ˈtaðes]
Μαλακ.
τάδεν
['taðen]
Ποτάμ.
τάρε
['tare]
Σίλ.
τάδενα
[ˈtaðena]
Ανακ., Ποτάμ.
τάδενας
[ˈtaðenas]
Δίλ.
Από την αρχ. αντων. τάδε. Oι τύπ. τάδενα, τάδενας πιθ. με επίδρ. του αόρ. άρθρ. ένας.
Αόρ. αντων., τάδε, δείνα
ό.π.τ.
:
Την τάδεν ημέρα
(την τάδε ημέρα)
Ποτάμ.
-Dawk.
Τάδε ντώκιν ντου κορίτσ̑ι τ’
(ο τάδε αρραβώνιασε το κορίτσι του)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Να σεμαδέψομε του τάδενα το κορίτσ̑’
(να αρραβωνιάσουμε του τάδε το κορίτσι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Τάρε του σπίτσ̑ι ένι ένα κορίτσι χοσ̑ά, καλό
(Στου τάδε το σπίτι είναι ένα κορίτσι όμορφο, καλό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Βρεχηστάτε το τάδενα ναίκα να το κ͑αφινιάσ’
(Φωνάξτε την τάδε γυναίκα να τον σαβανώσει)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326
Συνών.
κρυφός, σέι :5, ταδεποιός, τίτος, φιλάν