ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τάδε (αντων.) τάδε ['taðe] Ανακ., Μισθ. τάδες [ˈtaðes] Μαλακ. τάδεν ['taðen] Ποτάμ. τάρε ['tare] Σίλ. τάδενα [ˈtaðena] Ανακ., Ποτάμ. τάδενας [ˈtaðenas] Δίλ. Από την αρχ. αντων. τάδε. Oι τύπ. τάδενα, τάδενας πιθ. με επίδρ. του αόρ. άρθρ. ένας.
Αόρ. αντων., τάδε, δείνα ό.π.τ. : Την τάδεν ημέρα (την τάδε ημέρα) Ποτάμ. -Dawk. Τάδε ντώκιν ντου κορίτσ̑ι τ’ (ο τάδε αρραβώνιασε το κορίτσι του) Μισθ. -Κωστ.Μ. Να σεμαδέψομε του τάδενα το κορίτσ̑’ (να αρραβωνιάσουμε του τάδε το κορίτσι) Ανακ. -Κωστ.Α. Τάρε του σπίτσ̑ι ένι ένα κορίτσι χοσ̑ά, καλό (Στου τάδε το σπίτι είναι ένα κορίτσι όμορφο, καλό) Σίλ. -Κωστ.Σ. Βρεχηστάτε το τάδενα ναίκα να το κ͑αφινιάσ’ (Φωνάξτε την τάδε γυναίκα να τον σαβανώσει) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326 Συνών. κρυφός, σέι :5, ταδεποιός, τίτος, φιλάν