ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταβραντίζω (ρ.) ταβρανdίζω [tavranˈdizo] Φάρασ. ταβρανdίζου [tavranˈdizu] Φάρασ. Προστ. Γεν. ταβράνdα [taˈvranda] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. davranmak (αόρ. davrandı) = α) συμπεριφέρομαι, είμαι έτοιμος για κάτι β) διαλεκτ., κάνω κάτι γρήγορα.
1. Βιάζομαι, κάνω γρήγορα, συντομεύω Συνών. οβετλεντίζω, σπουδάζω :1, Αντίθ απομένω :5, αργώ :2, γκετζικτώ, χρονίζω :2
2. Κινούμαι, προσπαθώ Συνών. κυλώ :2, περπατώ :1, Αντίθ στέκω :1
Τροποποιήθηκε: 01/09/2025