ταβραντίζω
(ρ.)
ταβρανdίζω
[tavranˈdizo]
Φάρασ.
ταβρανdίζου
[tavranˈdizu]
Φάρασ.
Προστ. Γεν.
ταβράνdα
[taˈvranda]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. davranmak (αόρ. davrandı) = α) συμπεριφέρομαι, είμαι έτοιμος για κάτι β) διαλεκτ., κάνω κάτι γρήγορα.
1. Βιάζομαι, κάνω γρήγορα, συντομεύω
Συνών.
οβετλεντίζω, σπουδάζω :1, Αντίθ
απομένω :5, αργώ :2, γκετζικτώ, χρονίζω :2
2. Κινούμαι, προσπαθώ
Συνών.
κυλώ :2, περπατώ :1, Αντίθ
στέκω :1
Τροποποιήθηκε: 01/09/2025