ταβραντίζω
(ρ.)
ταβρανdίζου
[tavranˈdizu]
Φάρασ.
Προστ. Γεν.
ταβράνdα
[taˈvranda]
Φάρασ.
Από τον αόρ. davrandı του τουρκ. ρ. davranmak = συμπεριφέρομαι, είμαι έτοιμος για κάτι/ (διαλεκτ. σημ.) κάνω κάτι γρήγορα.
Κάνω κάτι γρήγορα, συντομεύω
Φάρασ.