ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κυλώ (ρ.) κυλώ [ciˈlo] Ανακ., Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ. γκυλώ [ɟiˈlo] Αξ., Μισθ. τσ̑υλώ [tʃiˈlo] Φάρασ. τσ̑υλάω [tʃiˈlao] Φάρασ. τσ̑υώ [tʃiˈo] Φάρασ. τσ̑υ'άω [tʃiˈao] Φάρασ. κυλίζω [ciˈlizo] Γούρδ. γκυλίζω [ɟiˈlizo] Αξ. Παρατατ. τσ̑υ'άνκα [tʃiˈaŋka] Φάρασ. Αόρ. κύλ’σα [ˈcilsa] Μαλακ. τσ̑ύλησα [ˈtʃilisa] Φάρασ. τσ̑ύλ’σα [ˈtʃilsa] Φάρασ. τσ̑ύλτσα [ˈtʃiltsa] Φάρασ. Υποτ. γκυλήσω [ɟiˈliso] Τελμ. τσ̑υλήσω [tʃiliso] Φάρασ. Προστ. κύλα [ˈcila] Μισθ., Φερτάκ. γκύλα [ˈɟila] Αξ. Παθ. κυλιέμι [ciˈʎemi] Μαλακ. γκυλιέμι [ɟiˈʎemi] Μισθ. κυλιούμαι [ciˈʎume] Αραβαν., Γούρδ. τσ̑υλιέμαι [tʃiˈʎeme] Φάρασ. τσ̑υλίομαι [tʃiˈliome] Φάρασ. τσ̑υλούμαι [tʃiˈlume] Φάρασ. κυλίζουμαι [ciˈlizume] Αξ., Αραβαν., Φλογ. γκυλίζουμαι [ɟiˈlizume] Αξ. Παρατατ. γκυλιόδουμι [ɟiˈʎoðumi] Μισθ. τσ̑υλιέμουν [tʃiˈʎemun] Φάρασ. Αόρ. κυλίστα [ciˈlista] Μαλακ., Μισθ., Φλογ. τσ̑υλίστα [tʃiˈlitsa] Αφσάρ., Φάρασ. Υποτ. γκυλισ̑τώ [ɟiliˈʃto] Αξ. κυλισ̑κώ [ciliˈʃko] Τελμ. Προστ. τσ̑υλίστου [tʃiˈlistu] Φάρασ. Από το μεσν. ρ. κυλῶ (πβ. Πόλ. Τρωάδ. 13305 «Λίθους μεγάλους τοὺς κυλοῦν, τὰ κάτεργα σκοπίζουν»), το οπ. από το αρχ. ρ. κυλίω με μεταπλ. σε με βάση το θ. του αορ. O τύπ. κυλίζω μεσν., με μεταπλ. με βάση το θ. του αορ. Ο τύπ. τσ̑υώ με αποβολή του μεσοφωνηεντικού [l].
1. Μτβ., ενεργ., κυλώ κάτι ό.π.τ. : To τρόγ̑' γκύλα το (Τον τροχό κύλα τον) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πη-άγαν τα πρακανάδε, τσ̑ύλησαν τα βα, κάνισάν τα (Πήγαν τα σκαθάρια, κύλησαν τα αβγά, τα έσπασαν) Φάρασ. -Lag. || Ασμ. Άσπρα είναι, κύλα τα, μαύρα είναι, πέτα τα (Αν είναι άσπρα (τα μαλλιά), κύλα τα. Αν είναι μαύρα (τα μαλλιά), πέτα τα (Ρυθμικό άσμ. των κεσετζήδων κατά το ξάσιμο, συνθηματ. κλοπής μαλλιού)) Μισθ. -Κωστ.Μ. Αϊ-Γιώργη μ', έλα, αν έν' ξύλο, φύσα το
Αν έν' χτέρ', κύλα το
(Άι-Γιώργη μ', έλα, αν είναι ξύλο, φύσα το (να φύγει)
Αν είναι πέτρα, κύλα την
(επωδός κατά των αγκίδων στα μάτια))
Φερτάκ. -Αλεκτ.
Συνών. γιουβαρλαντίζω :1, κατρακυλώ :1
2. Αμτβ. ενεργ. κυλώ, κινούμαι ό.π.τ. : Φυσάγαμε ένα μπουκάλι από την τρύπα για να τσ̑υλήσει (Φυσάγαμε ένα μπουκάλι από την τρύπα για να κυλήσει, δηλ. να βγει το μωρό) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Συνών. γιουβαρλαντίζω :2, κατρακυλώ
β. Μεσοπαθ., αμτβ., κυλιέμαι περιστροφικά στο έδαφος ό.π.τ. : Πααίνκανε τσ̑υλιέσανdε σο προσκυνητάρι μπρο σα Βαgέλια (Πήγαιναν, κυλιόνταν στο προσκυνητάρι μπροστά από τα Ευαγγέλια ) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Εκεί, άμα τρανήζ̑'νε το λύκο, κυλίζουνdαι, παίνου 'ς το λύκο εμbρό και λύκος τρωχ' τα (Εκείνα (τα πρόβατα), όταν βλέπουμε τον λύκο, κυλιούνται, πηγαίνουν κοντά στον λύκο και ο λύκος τα τρώει ) Αξ. -Dawk. Τα βάλια κυλιούνται στα χορτάρια απάνω (Τα βουβάλια κυλιούνται πάνω στα χορτάρια ) Γούρδ. -Καράμπ. Γκυλιόδουμι τσι παίνιξα (Κατρακυλούσα συνεχώς ) Μισθ. -Κοτσαν. Έπε το φσ̑άχι ραχί, μέτ'σε, τσ̑υλίστη (Το παιδί ήπιε ρακί, μέθυσε, έπεσε κάτω ) Φάρασ. -Dawk. Γκυλίστην σου γιάρ' (Κύλησε στον γκρεμό ) Μισθ. -Κοτσαν. Τσ̑υλίσταν σα κάκα 'πέσου (Κυλίστηκαν μέσα στα σκατά ) Φάρασ. -Παπαδ. || Φρ. Πέντε-Φά' ασ' τα πρόβατά μας τα κυλιένται (Πέντε-Φάε αυτά που κυλάνε από τα πρόβατά μας, δηλ. τις κοπριές που βγάζουν ˙ παιγνιώδης απάντηση στον αριθμό "5") Αραβαν. -Φωστ. || Παροιμ. Ατσ̑εί που τσ̑υλίστης 'γώ τσ̑υλίστα τσ̑αφ μπρο τε σένα· 'φήκα τσ̑αι ψύλλοι (Εκεί που κυλίστηκες εγώ κυλίστηκα πιο μπροστά από σένα· άφησα και ψύλλους ˙ το έλεγε κάποιος έμπειρος σε κάποιον άλλον με λιγότερη εμπειρία, όταν ο τελευταίος προσπαθούσε να παραστήσει τον εμπειρότερο ή όταν προσπαθούσε να ξεγελάσει τον πιο έμπειρο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Γκυλίστην ντιάντσ̑αρα τσι ηύριν ντου γαπάτσι τ' (Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι του ˙ Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι· για δύο ανθρώπους που ταιριάζουν, καθώς έχουν τις ίδιες αρνητικές συνήθως ιδιότητες) Μισθ. -Κοτσαν.
3. Μεσοπαθ., πέφτω για ύπνο Αφσάρ., Φάρασ. : Πόνισιν η τσ̑οιλία μου τσ̑αι τσ̑υλίστα (Πόνεσε η κοιλιά μου και έπεσα για ύπνο) Αφσάρ. -Αναστασ. Έστρωσεν ντα η μα ντου α στρώση· τσ̑υλήστη (Η μητέρα του του έστρωσε το κρεβάτι· ξάπλωσε) Φάρασ. -Dawk. 'γώ πάλι 'σ' τη λιεγωσία μου τσ̑υλήστα (Εγώ από την κούραση μου έπεσα αμέσως και κοιμήθηκα) Φάρασ. -Ζουρνατζ. Τσ̑υλίστην σην ράσ̑η του πάνου να 'πνώσει λαΐκκο (Ξάπλωσε ανάσκελα να κοιμηθεί λίγο) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. 'πόψα συ το φαΐ σου μη τα τρώς, τσ̑υλίστου, 'πνώσε νηστικό (Απόψε εσύ το φαΐ σου μη το τρώς, ξάπλωσε, κοιμήσου νηστικός) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. Τσ̑υλίστου, ‘πνώσε, ’α πιτι-έσει, ’α υπά’ (Πέσε κοιμήσου, θα τελειώσει, θα πάει˙ το έλεγαν σε όποιον είχε μεγάλη στενοχώρια και ο ύπνος θα μαλάκωνε τον πόνο του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κοιμούμαι :2, πέφτω :4
β. Μτφ., πεθαίνω Μαλακ.
4. Παλεύω με κάποιον Φάρασ. Συνών. παλεύω :1