κυβί
(ουσ. ουδ.)
κυβί
[ciˈvi]
Ανακ., Ποτάμ.
Πιθ. από το μεσν. ουσ. κυβίον, πβ. Σούδ. Κ 2597 «Κυβίοις: κλάδοις τοῖς δακτυλικοῖς».