κρυψώνα
(ουσ. θηλ.)
κρυψ̑ώνας
[kriˈpʃonas]
Αραβαν.
κρυψώνα
[kriˈpsona]
Γούρδ.
κρυψ̑ώνα
[kriˈpʃona]
Αξ., Αραβαν.
κρυψιώνα
[kriˈpsçona]
Φάρασ., Φερτάκ.
Νεότ. ουσ. ο κρυψώνας/η κρυψώνα, το οπ. από το θ. αορ.του ρ. κρύβω και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Κρυψώνα, κυρίως το κρυφό μέρος στον τοίχο οικίας για την φύλαξη αντικειμένων ή το καταφύγιο στο υπόγειο του σπιτιού
ό.π.τ.
:
Αψ̑ίσ̑κα πετιέται το κορίσ̑’ ασ’ το κρυψ̑ώνα τ’
(Αμέσως πετιέται το κορίτσι από την κρυψώνα του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πβ.
γορκουλούχ :2, Συνών.
φωλιά :2