ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρυψώνα (ουσ. θηλ.) κρυψώνα [kriˈpsona] Γούρδ. κρυψ̑ώνα [kriˈpʃona] Αξ., Αραβαν. κρυψιώνα [kriˈpsçona] Φάρασ., Φερτάκ. Αρσ. κρυψ̑ώνας [kriˈpʃonas] Αραβαν. κρυψ̑ιώνας [kriˈpʃçonas] Αξ. Νεότ. ουσ. ο κρυψώνας/η κρυψώνα, το οπ. από το θ. αορ.του ρ. κρύβω και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Μέροις κατάλληλο για να κρυφτεί κάποιος ό.π.τ. : Αψ̑ίσ̑κα πετιέται το κορίσ̑’ ασ’ το κρυψ̑ώνα τ’ (Αμέσως πετιέται το κορίτσι από την κρυψώνα του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Εμείς ’τον επαίισ̑καμ’ αγιάνgαdζ̑ι, εγώ ’ς τα πουρνάρια είχα κρυψ̑ιώνα (Εμείς όταν παίζαμε ομαδικό κρυφτό, εγώ είχα κρυψώνα στα πουρνάρια) Αξ. -ΙΛΝΕ 1556 Πβ. γορκουλούχ :2, Συνών. φωλιά :2
Τροποποιήθηκε: 13/08/2025