ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρυψώνα (ουσ. θηλ.) κρυψ̑ώνας [kriˈpʃonas] Αραβαν. κρυψώνα [kriˈpsona] Γούρδ. κρυψ̑ώνα [kriˈpʃona] Αξ., Αραβαν. κρυψιώνα [kriˈpsçona] Φάρασ., Φερτάκ. Νεότ. ουσ. ο κρυψώνας/η κρυψώνα, το οπ. από το θ. αορ.του ρ. κρύβω και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Κρυψώνα, κυρίως το κρυφό μέρος στον τοίχο οικίας για την φύλαξη αντικειμένων ή το καταφύγιο στο υπόγειο του σπιτιού ό.π.τ. : Αψ̑ίσ̑κα πετιέται το κορίσ̑’ ασ’ το κρυψ̑ώνα τ’ (Αμέσως πετιέται το κορίτσι από την κρυψώνα του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πβ. γορκουλούχ :2, Συνών. φωλιά :2