κυδωνίτσι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑υδωνίτσ̑ι
[tʃiðoˈnitʃi]
Φάρασ.
Από το ουσ. κυδώνι, όπου και τύπ. τσ̑υδώνι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσι.
Πβ.
κυδώνι
Μικρό κυδώνι
Φάρασ.