ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κύλισμα (ουσ. ουδ.) κύλισμα [ˈcilizma] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Φλογ. gύλημα [ˈɟilima] Μισθ. τσ̑υλι-έσμα [tʃiˈʎezma] Φάρασ. Aρχ. ουσ. κύλισμα (στην σημ. 1). Ο τύπ. gύλημα από το θ. αορ. κυλη- του ρ. κυλώ και το παραγ, επίθμ. -μα. O τύπ. τσ̑υλιέσμα με βάση το θ. αορ. ενός παθ. τσ̑υλιέμαι (θ. τσ̑υλιεσ-) και το παραγ. επίθμ. -μα.
1. Στροφή, περιστροφή Αραβαν., Γούρδ., Μισθ. Συνών. γύρισμα :2, κλώσιμο :3
2. Βαθύ σκάψιμο,βαθύ όργωμα Ανακ., Αραβαν., Μαλακ., Φλογ. : %iΚύλισμα%i λέισκαμ' το το βαθύ το σκάψιμο (Κύλισμα το λέγαμε το βαθύ το σκάψιμο) Ανακ. -Cost.
3. Ξάπλωμα για ύπνο Φάρασ. : Το 'μόν η 'ναπαή, το τσ̑ύλιεσμα τσ̑ι ο ύπνος τζ̑ό 'νι, ένι αν άβου έργο (Η δική μου ανάπαυση δεν είναι το ξάπλωμα κι ο ύπνος, είναι μιά άλλη δουλειά) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. κοίμισμα :2