κύλισμα
(ουσ. ουδ.)
κύλισμα
[ˈcilizma]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Φλογ.
gύλημα
[ˈɟilima]
Μισθ.
τσ̑υλι-έσμα
[tʃiˈʎezma]
Φάρασ.
Aρχ. ουσ. κύλισμα (στην σημ. 1). Ο τύπ. gύλημα από το θ. αορ. κυλη- του ρ. κυλώ και το παραγ, επίθμ. -μα. O τύπ. τσ̑υλιέσμα με βάση το θ. αορ. ενός παθ. τσ̑υλιέμαι (θ. τσ̑υλιεσ-) και το παραγ. επίθμ. -μα.
2. Βαθύ σκάψιμο,βαθύ όργωμα
Ανακ., Αραβαν., Μαλακ., Φλογ.
:
%iΚύλισμα%i λέισκαμ' το το βαθύ το σκάψιμο
(Κύλισμα το λέγαμε το βαθύ το σκάψιμο)
Ανακ.
-Cost.
3. Ξάπλωμα για ύπνο
Φάρασ.
:
Το 'μόν η 'ναπαή, το τσ̑ύλιεσμα τσ̑ι ο ύπνος τζ̑ό 'νι, ένι αν άβου έργο
(Η δική μου ανάπαυση δεν είναι το ξάπλωμα κι ο ύπνος, είναι μιά άλλη δουλειά)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Συνών.
κοίμισμα :2