κυρά
(ουσ. θηλ.)
κυρά
[ciˈra]
Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. κυρά < αρχ. κυρία.
Ευγενική προσφώνηση προς γυναίκες, κυρία
ό.π.τ.
:
Καλά λέγ' η κυρά Βασίλτσα
(Καλά τα λέει η κυρα Βασιλική)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Κυρά μ', τα ποίκες τα έργατα μπεγιάντισες;
(Κυρά μου, τις πράξεις που έκανες τις ευχαριστήθηκες;)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Για είπι μας λίου κυρά Μαρία, ισύ τι σ̑άνεις άλλου;
(Για πες μας λίγο κυρά Μαρία, εσύ τι άλλο κάνεις;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ισύ κυρά Πακέ έψαλις κανά βιβλίο;
(Εσύ κυρά Παρασκευή διάβασες κανένα βιβλίο;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Κυρά, εδώ πέρα πού είμεστε;
(Κυρά μου, εδωπέρα πού είμαστε;)
Φλογ.
-Dawk.
|| Φρ.
Η πυρά ψέν' κι η κυρά καυκιέται
(Η φωτιά ψήνει κι η νοικοκυρά περηφανεύεται˙ Για όσους επαίρονται για τα κατορθώματα άλλων)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Χόρευε κυρά Μαρού, κι έχε έννοια του σπιτιού
(Χόρευε κυρά Μαρού, αλλά έχε και το νού σου στο σπίτι˙ προτροπή για συνετή συμπεριφορά)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Ασμ.
Κυρά λιγνή, κυρά ψηλή, κυρά γαϊτανοφρύδα
πὄχεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρ' αστήθι (Κυρά λιγνή, κυρά ψηλή, κυρά με τοξωτά φρύδια
που έχεις πρόσωπο σαν τον ήλιο και στήθος σαν το φεγγάρι) Σινασσ. -Αρχέλ. Έμαθα, κυρά μου, που 'σαι άρρωστη
Άρρωστη βαριά στο στρώμα. Άτζαμπα γιατί; (Έμαθα, κυρά μου, ότι είσαι άρρωστη,
Άρρωστη βαριά στο στρώμα. Γιατί άραγε;) Σινασσ. -ΚΜΣ-CD Σώνουν, κυρά μ’, οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες (Φτἀνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν και οι μετάνοιες) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Συνών. αμπλά :1, κουρούκα, κυράτσα, Πβ. κύριος, Συνών. χατούνα
πὄχεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρ' αστήθι (Κυρά λιγνή, κυρά ψηλή, κυρά με τοξωτά φρύδια
που έχεις πρόσωπο σαν τον ήλιο και στήθος σαν το φεγγάρι) Σινασσ. -Αρχέλ. Έμαθα, κυρά μου, που 'σαι άρρωστη
Άρρωστη βαριά στο στρώμα. Άτζαμπα γιατί; (Έμαθα, κυρά μου, ότι είσαι άρρωστη,
Άρρωστη βαριά στο στρώμα. Γιατί άραγε;) Σινασσ. -ΚΜΣ-CD Σώνουν, κυρά μ’, οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες (Φτἀνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν και οι μετάνοιες) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Συνών. αμπλά :1, κουρούκα, κυράτσα, Πβ. κύριος, Συνών. χατούνα