ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κύρκας (ουσ. αρσ.) κύρκας [ˈcirkas] Ανακ., Μαλακ. Μεσν. ουσ. κύρκας = α) εραστής, αγαπημένος β) προσφώνηση σε νεαρό άνδρα, το οπ. από το ουσ. κύριος > κυρ και το παραγωγ. επίθμ. -κας.
Μόνο σε άσμ., θωπευτ. ο πατέρας : || Ασμ. - Άμε αρνήστ' τον κύρκα σου κι έλ' ας σε κοινωνήσω
- Δεν αρνιέμαι τον κύρκα μου, κι έρουμαι μετά σένα
(- Εμπρός, αρνήσου τον πατέρα σου κι έλα να σε κοινωνήσω
- Δεν αρνιέμαι τον πατέρα μου κι έρχομαι μαζί σου)
Μαλακ., Ανακ. -Παχτ.
Συνών. βαβάς :1, γονιόκας