κύρκας
(ουσ. αρσ.)
κύρκας
[ˈcirkas]
Ανακ., Μαλακ.
Μεσν. ουσ. κύρκας = α) εραστής, αγαπημένος β) προσφώνηση σε νεαρό άνδρα, το οπ. από το ουσ. κύριος > κυρ και το παραγωγ. επίθμ. -κας.