κωλοσέρνομαι
(ρ.)
κωλοσέρνομαι
[koloˈsernome]
Σινασσ.
Νεότ. ρ. κωλοσέρνω το οπ. από μεσν. ρ. κωλοσύρω = σέρνω κάποιον στο έδαφος για βασανισμό.
Σέρνομαι με τον κώλο
Σινασσ.