ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κωλοπίσουρτα (επίρρ.) κωλοπίσουρτα [koloˈpisurta] Μαλακ. Από το ουσ. κώλος και το μεσν. επίθ. ἐπίσυρτος = αυτός που τραβιέται, με αποβολή του αρκτ. [e] και τροπή του κληρονομημένου <υ> σε [u], με παραγωγ. επίθμ..
Αντιστρόφως Μαλακ. Συνών. ξανάστροφα