κωλοπίσουρτα
(επίρρ.)
κωλοπίσουρτα
[koloˈpisurta]
Μαλακ.
Από το ουσ. κώλος και το μεσν. επίθ. ἐπίσυρτος = αυτός που τραβιέται, με αποβολή του αρκτ. [e] και τροπή του κληρονομημένου <υ> σε [u], με παραγωγ. επίθμ. -α.