κωλώ
(ρ.)
κωλώ
[koˈlo]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ.
κωάω
[koˈao]
Φάρασ.
Παρατατ.
κώλανα
[ˈkolana]
Ποτάμ., Σινασσ.
κώλεινα
[ˈkolina]
Αραβαν., Σίλ.
Αόρ.
κώλ'σα
[ˈkolsa]
Γούρδ.
κώλτσα
[ˈkoltsa]
Αξ., Μισθ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
Προστ.
κώλα
[ˈkola]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
Aπό το αρχ. ρ. κωλύω = ενοχλώ, παρεμποδίζω (Αλεκτορίδης 1883α: 496, Καψωμένος 1941: 118). Εσφαλμένη η ετυμολόγηση του Χατζιδάκι (ΜΝΕ Β, 538) από το ρ. κολάζω. Δεν σχετίζεται με το ρ. κολλώ. Η λ. και Καλαβρία, Κύπρ., Κρήτ., Χίος.
Πβ.
κατακωλώ,
κολλώ
1. Κυνηγώ ή αποδιώχνω κάποιον
ό.π.τ.
:
Δαρά γιορωνιάσα, και κώλτσαν με εδώ σο βουινί, και να βοσ̑κηθώ και να ζαρλανdίσω, και ταχύ να με σάξουνε
(Τώρα γέρασα, και με έδιωξαν εδώ στο βουνό, να βοσκήσω και να παχύνω, και αύριο θα με σφάξουν)
Φλογ.
-Dawk.
Κώλα το ας πάγ' 'ς κόλασ̑η
(Διώξε το να πάει στην κόλαση)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
-«Ντώζ' με λίγο λίγο κρασ̑ί κι ας πσ̑ω»· Κωλά το κι εκείνο
(-«Δώσε μου λίγο κρασί να πιω»· κι εκείνος τον διώχνει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ανgναdι̂́ζ̑νε τ’ ναίκαζ ντιαβολιά· τ’ ναίκα κωλούν ντο
(Καταλαβαίνουν την πανουργία της γυναίκας· την γυναίκα την διώχνουν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τ' ορνίθα κώλα τα
(Τις κότες διώξε τις)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ντουλεύ' σου Βόνταφον, αλλά δαρά κώλτσαν δου
(Δουλεύει στη Vodafone, αλλά τώρα την έδιωξαν, την απέλυσαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Ασμ.
Κώανεν τους Σαρακηνούς, σφάγεν τα μικροπούλια
(Καταδίωκε τους Σαρακηνούς, έσφαζε τα παιδιά)
Φάρασ.
-Lag.
Συνών.
γατιαίνω :2, κατακωλώ :2, κοβαλαντίζω :1, κυνηγώ :2
2. Πιέζω ζώο να κινηθεί γρηγορότερα, τσιγκλάω
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ.
:
Κωλώ το άλογο
(Τσιγκλώ το άλογο να τρέξει)
Φερτάκ.
-Αλεκτ.
Κώλ'σα τ' άλογό μ' για να σε συφτάσω
(Τσίγκλησα το άλογό μου για να σε προφτάσω)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Κώλα τα βόρια
(Τσίγκλησε τα βόδια)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σπούdαζα και κώλεινα το χαϊβάνι
(Βιαζόμουν και τσίγκλαγα το ζώο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ας κωλήσουμ' τα πρόβατα. αν μούν σα κϋνϋρια σα σπίτσ̑ια, ας γενούν τα 'μόνα· ας κωλήσουμ' και τα βόδια, αν μουν σα παλιά, ας γενούν τα σόνα
(Ας τσιγκλήσουμε τα πρόβατα, αν μπουν στα καινούργια σπίτια ας γίνουν δικά μου· ας τσιγκλίσουμε και τα βόδια, αν μπούν στα παλιά, ας γίνουν δικά σου)
Τελμ.
-Dawk.
Ήρτεν σα 'πεμεινά τα 'ίδα̈, κώλτσεν τα τζ̑' ήφαρέν τα σο χωρίο
(Γύρισε στα υπόλοιπα γίδια, τα οδήγησε και τα έφερε στο χωριό)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
Κώλα το γαϊδούρι σου
(Τσίγκλα το γαϊδούρι σου˙ άντε αποδώ, ξεφορτώσου μας)
Σινασσ., Φερτάκ.
-Αλεκτ.
Πβ.
λαχτίζω :1
3. Μτφ., ακολουθώ
Φάρασ., Φλογ.
:
Κωλά Θεού στράτα
(Ακολουθεί το δρόμο το Θεού· για ηθικούς ανθρώπους)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
ακολουθώ
4. Κατ' επέκτ., συνεχίζω
Φάρασ., Φλογ.
:
Τα 'πεμεινά πάλι κωάνε κέιφα̈ μο τα φαέματα τζ̑αι τα πιέματα
(Οι υπόλοιποι πάλι συνεχίζουν το γλέντι με φαγοπότια)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Το θέρος σο χωριό μας κωλά ένα μήνα και περ'σσό
(Ο θερισμός στο χωριό μας συνεχίζει, διαρκεί, ένα μήνα και περισσότερο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811