ακολουθώ
(ρ.)
ακ'λουθώ
[akluˈθo]
Σινασσ., Φάρασ.
'κουθάγω
[kuˈθaɣo]
Φάρασ.
'κουθάου
[kuˈθau]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Αόρ.
'κούλ'θ'σα
[ˈkutsa]
Φάρασ.
'κούτσα
[ˈkutsa]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. ἀκολουθέω-ῶ. Ο τύπ. ακ'λουθώ ήδη μεσν.
1. Ακολουθώ
ό.π.τ.
:
Πήγε σον Ελι-άς το Ρουχί τζαι οι τζιράχοι κουθάνκαν τα σοπίσω του
(Πήγε στο Όρος των Ελαιών και οι μαθητές τον ακολουθούσαν από πίσω = Λούκ. 22.39 Ἐπορεύθη κατὰ τὸ ἔθος εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν· ἠκολούθησαν δὲ αὐτῷ καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ)
Φάρασ.
-Lag.
Τσ̑ι απού γκαλίdζ̑εψεν ντ’ άβγον ντου, τσ̑αι το τάιν ντου 'κουθάνκεν ντα
(Και όταν καβαλίκεψε το άλογό του, και το πουλάρι του τον ακολούθησε)
Φάρασ.
-Dawk.
'υρίστη να ιδεί τσ̑αι θωρεί το κι 'κουθά τα το κουλάτσ̑ι
(Γύρισε να δει και βλέπει ότι το ακολουθεί το φιδάκι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σοτίπως μη σε 'κουθήσω;
(Γιατί να μη σε ακολουθήσω;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
'κούλ'θ'σαμ' την στράτα
(Ακολουθήσαμε την στράτα˙ Πήραμε τον δρόμο)
Φάρασ.
-Thumb
Πβ.
τρέχω
β.
Κατασκοπεύω
Φάρασ.
2. Εξακολουθώ
Φάρασ.