ακουμπιστήρι ( ουσ. ουδ.
)
ακουμbιστήρι
[akumbiˈstiri]
Σινασσ.
ακουμbιστήρ'
[akumbiˈstir]
Σίλατ.
...
ακούω
(ρ.)
ακούω
[aˈkuo]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ.
ακούου
[aˈkuu]
Μισθ.
'κούου
[ˈkuu]
Φάρασ.
ακούγω
[aˈkuɣo]
Ποτάμ.
'κούγω
[ˈkuɣo]
Φλογ.
ηκούγου
[iˈkuɣu]
Σίλ.
γιουκούγου
[ʝuˈkuɣu]
Σίλ.
γιουκούννου
[ʝuˈkunnu]
Σίλ.
ακούζω
[aˈkuzo]
Τσαρικ.
ακόζω
[aˈkozo]
Ουλαγ.
Παρατατ.
άκουνα
[ˈakuna]
Μισθ.
Αόρ.
ήκουσα
[ˈikusa]
Τελμ.
ήκ'σα
[ˈiksa]
Ανακ., Ποτάμ., Σατ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ.
άκουσα
[ˈakusa]
Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μπέηκ., Ουλαγ., Φλογ.
γιούκ'σα
[ˈʝuksa]
Σίλ., Τελμ.
Παθ.
ακουζιέμι
[akuzˈʝemi]
Μισθ.
Από το αρχ. ρ. ἀκούω. Ο τύπ. ακούγω ήδη μεσν.
1. Ακούω
ό.π.τ.
:
Κάτω άκουσα ένα κρότος
(Κάτω άκουσα έναν κρότο)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ασ' στόμα μ' τα ξέβαν τ' αφτιά μ' ντέν ντ' άκουσαν
(Αυτά που βγήκαν από το στόμα μου τα αυτιά μου δεν τα άκουσαν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Βασιλέγας άκουσιν ντα κι ανgλάτσιν
(Ο βασιλιάς άκουσε και κατάλαβε)
Μαλακ.
-Dawk.
Ήκ'σες τα; Ήκ'σα τα, πε τα
(Το άκουσες; Το άκουσα, πές το)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Ήκ'σεν ντα τζ̑αι ο γιο τ'ς, φοdές τα λένκε αούτσι
(Το άκουσε και ο γιός της, όταν τα έλεγαν έτσι)
Φάρασ.
-Dawk.
Γιούκ'σαμι οπ' μακρά κουκουϊνό τ' σέσι
(Ακούσαμε από μακριά το λάλημα του πετεινού)
Σίλ.
-Λεύκωμα
Ως κάσιτι, γιουκούν̑ν̑ει ν̑ΰες πικρές φωνές
(Όπως κάθεται, ακούει λίγες οξείες φωνές)
Σίλ.
-Dawk.JHS
Αούτσα γιούκ'σα τα ασ' σην κάκα μ’
(Έτσι τα άκουσα από την γιαγιά μου)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Πέ τα, να τα γιουκούσου
(Πες το να το ακούσω)
Σίλ.
-Dawk.
’τον και ήκ'σαν ετό το τζ̑ελεdζ̑ί ήρταν και ανέβαν αψούτσικα
(Μόλις άκουσαν αυτό τον λόγο, ήρθαν και ανέβηκαν γρήγορα)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Nα άκουνι, μπάλκι να ειπεί κάτι
(Aν άκουγε, ίσως να έλεγε κάτι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Του χα ειπείς κατένκες τα, τα του χα 'κουσ' τζ̑ο κατένκες τα;
(Αυτό που θα πεις το ήξερες, αυτό που θα ακούσεις δεν το ήξερες;˙ Θα πρέπει να περιμένουμε τις επιπτώσεις των πράξεών μας)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Είπεν τα νύχτα την αυγή κι αυγ' είπεν τα σον όλιο,
κι όλιος το τραγούδησεν κι ήκ'σεν τα κόσμος ούλος (Το είπε η νύχτα στην αυγή κι η αυγή το είπε στον ήλιο,
κι ο ήλιος το τραγούδησε και το άκουσε όλος ο κόσμος) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. γροικώ
κι όλιος το τραγούδησεν κι ήκ'σεν τα κόσμος ούλος (Το είπε η νύχτα στην αυγή κι η αυγή το είπε στον ήλιο,
κι ο ήλιος το τραγούδησε και το άκουσε όλος ο κόσμος) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. γροικώ
β.
Αφουγκράζομαι
Φάρασ.
2. Υπακούω
Αραβαν., Φάρασ.
:
Ας̑ 'oύμ' ετσιά τσ̑ις ούνdαι το μο το έμρι μ' το ντεν ακούν
(Να δουμε ποιοί είναι αυτοί που δεν υπακούν στην διαταγή μου)
Αραβαν.
-Φωστ.
Συνών.
ντινγκλεντίζω