ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ακούω (ρ.) ακούω [aˈkuo] Αξ., Αραβαν., Γούρδ. ακούου [aˈkuu] Μισθ. 'κούου [ˈkuu] Φάρασ. ακούγω [aˈkuɣo] Ποτάμ. 'κούγω [ˈkuɣo] Φλογ. ηκούγου [iˈkuɣu] Σίλ. γιουκούγου [ʝuˈkuɣu] Σίλ. γιουκούννου [ʝuˈkunnu] Σίλ. ακούζω [aˈkuzo] Τσαρικ. ακόζω [aˈkozo] Ουλαγ. Παρατατ. άκουνα [ˈakuna] Μισθ. Αόρ. ήκουσα [ˈikusa] Τελμ. ήκ'σα [ˈiksa] Ανακ., Ποτάμ., Σατ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ. άκουσα [ˈakusa] Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μπέηκ., Ουλαγ., Φλογ. γιούκ'σα [ˈʝuksa] Σίλ., Τελμ. Παθ. ακουζιέμι [akuzˈʝemi] Μισθ. Από το αρχ. ρ. ἀκούω. Ο τύπ. ακούγω ήδη μεσν.
1. Ακούω ό.π.τ. : Κάτω άκουσα ένα κρότος (Κάτω άκουσα έναν κρότο) Γούρδ. -Καράμπ. Ασ' στόμα μ' τα ξέβαν τ' αφτιά μ' ντέν ντ' άκουσαν (Αυτά που βγήκαν από το στόμα μου τα αυτιά μου δεν τα άκουσαν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Βασιλέγας άκουσιν ντα κι ανgλάτσιν (Ο βασιλιάς άκουσε και κατάλαβε) Μαλακ. -Dawk. Ήκ'σες τα; Ήκ'σα τα, πε τα (Το άκουσες; Το άκουσα, πές το) Σινασσ. -Τακαδόπ. Ήκ'σεν ντα τζ̑αι ο γιο τ'ς, φοdές τα λένκε αούτσι (Το άκουσε και ο γιός της, όταν τα έλεγαν έτσι) Φάρασ. -Dawk. Γιούκ'σαμι οπ' μακρά κουκουϊνό τ' σέσι (Ακούσαμε από μακριά το λάλημα του πετεινού) Σίλ. -Λεύκωμα Ως κάσιτι, γιουκούν̑ν̑ει ν̑ΰες πικρές φωνές (Όπως κάθεται, ακούει λίγες οξείες φωνές) Σίλ. -Dawk.JHS Αούτσα γιούκ'σα τα ασ' σην κάκα μ’ (Έτσι τα άκουσα από την γιαγιά μου) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πέ τα, να τα γιουκούσου (Πες το να το ακούσω) Σίλ. -Dawk. ’τον και ήκ'σαν ετό το τζ̑ελεdζ̑ί ήρταν και ανέβαν αψούτσικα (Μόλις άκουσαν αυτό τον λόγο, ήρθαν και ανέβηκαν γρήγορα) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Nα άκουνι, μπάλκι να ειπεί κάτι (Aν άκουγε, ίσως να έλεγε κάτι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Του χα ειπείς κατένκες τα, τα του χα 'κουσ' τζ̑ο κατένκες τα; (Αυτό που θα πεις το ήξερες, αυτό που θα ακούσεις δεν το ήξερες;˙ Θα πρέπει να περιμένουμε τις επιπτώσεις των πράξεών μας) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Είπεν τα νύχτα την αυγή κι αυγ' είπεν τα σον όλιο,
κι όλιος το τραγούδησεν κι ήκ'σεν τα κόσμος ούλος
(Το είπε η νύχτα στην αυγή κι η αυγή το είπε στον ήλιο,
κι ο ήλιος το τραγούδησε και το άκουσε όλος ο κόσμος)
Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Συνών. γροικώ
β. Αφουγκράζομαι Φάρασ.
2. Υπακούω Αραβαν., Φάρασ. : Ας̑ 'oύμ' ετσιά τσ̑ις ούνdαι το μο το έμρι μ' το ντεν ακούν (Να δουμε ποιοί είναι αυτοί που δεν υπακούν στην διαταγή μου) Αραβαν. -Φωστ. Συνών. ντινγκλεντίζω