ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ακρόδωμα (ουσ. ουδ.) ακρόδωμα [aˈkroðoma] Ανακ., Γούρδ., Σινασσ. ακροdώμα [akroˈdoma] Αραβαν. 'κρόδεμα [ˈkroðema] Ανακ. Από το επίθ. άκρος και το ουσ. δώμα.
Άκρη της ταράτσας ό.π.τ. : || Ασμ. Γιόμουν τ' αλώνια, γιόμουνε, γέννημα και λυγάρια,
γιόμουν και τ' ακροδώματα κορασ̑ές κοχλισμένα
-Μάνα κόχλισε κι εμένα κι ας καταβώ 'ς αλώνια
να διούμε τίνα ν' αρέσω τίνα να πάρω
(Eίναι γεμάτια τα αλώνια γεννήματα και κλαδιά
είναι γεμάτες και οι άκρες των ταρατσών μαυρόφρυδα κορίτσια
-Μάνε βάψε μου κι εμένα τα φρύδια για να κατέβω στ' αλώνια
Να δούμε ποιος να μου αρέσει, ποιον να πάρω)
Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Συνών. καντούνι