ακροσκότεινιας
(επίρρ.)
'κρουσκότ'νιας
[kruˈskotɲas]
Φλογ.
Από το πρόθμ. ακρο- (βλ. ΙΛΝΕ) και το ουσ. σκοτεινιά, με τελικό -ς αναλογ. προς άλλα χρον. επιρρ. Πβ. μεσν. ουσ. ἀκροσκοτία = σούρουπο (LBG).
Μισοσκότεινα, στο ημίφως