ακουμπίζω
(ρ.)
ακουμbίζω
[akumˈbizo]
Σινασσ.
Από το μεταγν. ρ. ἀκκουμβίζω < λατιν. accumbo.
Στηρίζομαι πάνω σε κάτι
:
|| Ασμ.
Με τι πουδάρια να σ'κωθώ και χέρια ν' ακουμbίσω
(Με τι ποδάρια να σηκωθώ και χέρια να στηριχτώ)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
νταγιαντίζω, ντεντάγω