ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ακουμπίζω (ρ.) ακουμbίζω [akumˈbizo] Σινασσ. Από το μεταγν. ρ. ἀκκουμβίζω < λατιν. accumbo.
Στηρίζομαι πάνω σε κάτι : || Ασμ. Με τι πουδάρια να σ'κωθώ και χέρια ν' ακουμbίσω (Με τι ποδάρια να σηκωθώ και χέρια να στηριχτώ) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. νταγιαντίζω, ντεντάγω