ακράπος
(ουσ.)
αqράπος
[aˈqrapos]
Φλογ.
αχράπος
[aˈxrapos]
Φλογ.
αχράπι
[aˈxrapi]
Σίλ.
αχράπ'
[aˈxrap]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. akrep = σκορπιός, όπου και διαλεκτ. τύπ. ahrap.