ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ακράπος (ουσ.) αqράπος [aˈqrapos] Φλογ. αχράπος [aˈxrapos] Φλογ. αχράπι [aˈxrapi] Σίλ. αχράπ' [aˈxrap] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. akrep = σκορπιός, όπου και διαλεκτ. τύπ. ahrap.
1. Σκορπιός Ανακ., Σίλ., Φλογ. : 'πώσκαν μας τουρτά αχράπι, κοπανούμ’ ρυό τρεις μπόκασες, σέκνουμ’ τα απάνου (Όταν μας τσιμπά σκορπιός, κοπανάμε δυο-τρεις κατσαρίδες και τις βάζουμε επάνω) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. κουιρούχι, σκορπιός
2. Είδος δηλητηριώδους αράχνης Φλογ. Πβ. γαλέ, μούντζα, ορουμτσέκι, σκλάντζη, σκορπιός, τσιλιγάδι