ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκορπιός (ουσ. αρσ.) σκορπιός [skorˈpços] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ., Φάρασ., Φερτάκ. σκοροπιός [skoroˈpços] Σίλατ., Φλογ. σκουρουπιός [skuruˈpços] Μαλακ. σκοριπιός [scoriˈpços] Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ. Πληθ. σκορπία [skorˈpia] Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. σκορπιός, το οπ. από το αρχ. ουσ. σκορπίος με συνίζ. για αποφυγή χασμωδίας. Οι τύπ. σκοριπιός και σκοροπιός με ανάπτυξη [i] και [o] αντίστοιχα εντός της λ. Ο τύπ. σκουρουπιός με τροπή [o] > [u].
1. Σκορπιός ό.π.τ. : 'νοίζει το χαπάχιν του τζ̑αι θωρεί τι 'έμει φίδα̈ τζ̑αι σκορπία (Ανοίγει το καπάκι του, ενν. του πιθαριού, και βλέπει ότι είναι γεμάτο φίδια και σκορπιούς) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. ακράπος, κουιρούχι
2. Αράχνη Μισθ. Συνών. γαλέ, μούντζα, ορουμτσέκι, σκλάντζη, τσιλιγάδι