σκορπιός
(ουσ. αρσ.)
σκορπιός
[skorˈpços]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ., Φάρασ., Φερτάκ.
σκοροπιός
[skoroˈpços]
Σίλατ., Φλογ.
σκουρουπιός
[skuruˈpços]
Μαλακ.
σκοριπιός
[scoriˈpços]
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ.
Πληθ.
σκορπία
[skorˈpia]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. σκορπιός, το οπ. από το αρχ. ουσ. σκορπίος με συνίζ. για αποφυγή χασμωδίας. Οι τύπ. σκοριπιός και σκοροπιός με ανάπτυξη [i] και [o] αντίστοιχα εντός της λ. Ο τύπ. σκουρουπιός με τροπή [o] > [u].