σκοτεινίδα
(ουσ. θηλ.)
σκοτ'νείδα
[skotˈniða]
Μαλακ.
Από το νεότ. ουσ. σκοτεινάδα (Λεξ. Σομ.), αναλογ. προς το ζεύγος σκοτάδι-σκοτίδι.
Σκοτάδι