σκοτείνιασμα
(ουσ. ουδ.)
κοτσ̑είνιασμα
[kοˈtʃiɲazma]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το ρ. σκοτεινιάζω, όπου και θ. κοτσ̑είνιασ-, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Σκοτείνιασμα
ό.π.τ.