ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκοτώνω (ρ.) σκοτώνω [sko'tono] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Φάρασ., Φλογ. σκοτώνου [skοˈtonu] Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ. Αόρ. σκότωσα ['skotosa] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Φλογ. σκότουσα ['skotusa] Μαλακ., Μισθ. σκότισα ['skotisa] Σίλ. σκότ΄σα ['skotsa] Αφσάρ., Ποτάμ., Σίλ., Φάρασ. σκόσα ['skosa] Φάρασ. Προστ. σκότω [ˈskoto] Ποτάμ., Τροχ. σκότα ['skota] Φάρασ. Παθ. σκοτούμαι [skοˈtume] Γούρδ., Μισθ. σκοτώνομαι [skοˈtonome] Σινασσ. Παθ. Αόρ. σκοτώθα [skοˈtoθa] Σινασσ. σκοτώχα [skοˈtoxa] Γούρδ. σκοτώρα [sko'tora] Αραβαν. Μτχ. σκοτωμένο [skotoˈmeno] Αραβαν., Γούρδ. σκοτωμένου [skotoˈmenu] Φάρασ. σκοτουμένου [skotuˈmenu] Σίλ. Από το μεσν. ρ. σκοτώνω, το οπ. από το αρχ. σκοτῶ =σκεπάζω με σκοτάδι.
1. Σκοτώνω ό.π.τ. : Άφηκι οπ βαβά του τα σεράια ένα εξ̑ίγι, οπ του φόβουν ντου μη του σκοτώσουσ̑ι (λόγω της ομοιότητας με τα παλάτια του πατέρα του, άφησε κάτι να λείπει από τον φόβο του μήπως πρέπει να τον σκοτώσουν) Σίλ. -Dawk. Ετιά ασκέρ πήγαν, κι ούλα κλέφτε σκότωσάν ντα (αυτοί οι στρατιώτες πήγαν, κι οι κλέφτες τους σκότωσαν όλους) Γούρδ. -Dawk. Τότε σκοτώχαν κι ετιά ασκέρ (τότε και αυτοί οι στρατιώτες σκοτώθηκαν) Γούρδ. -Dawk. Να ρίψ̑ ένα χτέρ νο σκοτώσ̑' τον (θα είχε ρίξει μιά πέτρα για να τον σκοτώσει) Ουλαγ. -Dawk. Πάλι σκοτών εν άλλου τσ̑ιράq (πάλι σκοτώνει έναν άλλο υπηρέτη) Μαλακ. -Dawk. Ισ̑ύ ποιος ί, κι σκοτώνς τα ινσάνια; (εσύ ποιος είσαι και σκοτώνεις ανθρώπους;) Μαλακ. -Dawk. Πήγεν πάλι εgεί, να σκοτώς̑ το φσ̑άχ (πήγε πάλι εκεί για να σκοτώσει το παιδί) Φλογ. -Dawk. Πού ’ναι εδώ έχις ένα, τα σκοτών τ αθρώπ; (που είναι το πράγμα που έχεις που σκοτώνει τους ανθρώπους;) Φλογ. -Dawk. Κι εκείνα αν σας πιάσ̑νε, να σας σκοτώσ̑νε (αν σας πιάσουν, θα σας σκοτώσουν) Φλογ. -Dawk. Ετό πάλι δεν ινάντανεν όπου το σκοτώσανε (πάλι δεν πίστεψε ότι την σκότωσαν) Σίλατ. -Dawk. Εκείνα έρχουνdαι ασκέρ να σε σκοτώσουνε (αυτοί που έρχονται προς τα εδώ είναι στρατιώτες για να σε σκοτώσουν) Ποτάμ. -Dawk. Και πήγαν να σκοτώσουν την γκάτα με το σ̑κυλί (και πήγαν να σκοτώσουν τη γάτα με το σκυλί) Ποτάμ. -Dawk. Σκοτώνκαν ντα αdζ̑ά, τζ̑αι πήρα ντα στα σ̑έρε του (το σκότωναν εκεί και το πήρα από τα χέρια τους) Φάρασ. -Dawk. Τσ̑ όπου ήβραν α στσ̑υλί, δώκαν ντα, σκότσαν ντα (και όπου βρήκαν ένα σκυλί, του επιτέθηκαν, το σκότωσαν) Φάρασ. -Dawk. Σκοτώνουνε τα στσ̑υλία (σκοτώνουν τα σκυλιά) Φάρασ. -Dawk. Απιδού στην άκρα κρούμε τα στσ̑υλία, τζ̑αι σκοτώνομέν ντα (για αυτόν τον λόγο κάνουμε επίθεση στα σκυλιά και τα σκοτώνουμε) Φάρασ. -Dawk. Πρέπει να σκοτώσωμε μείς (πρέπει να την σκοτώσουμε) Φάρασ. -Dawk. Καλά ρέν ντου σκότισα (είναι καλό που δεν τον σκότωσα) Σίλ. -Dawk. Τουτσά οπ ρώ τες τρειζ λίρες χεμ qαζάνdζ̑ησι ομbρίν ντου, χεμ qαζάνdζ̑ησι πολλά παρά, χεμ παιρίν ντου ρεν σκότισι (έτσι με αυτές τις τρεις λίρες κέρδισε τη ζωή του, κέρδισε πολλά λεφτά και δε σκότωσε τον γιο του) Σίλ. -Dawk. Όσα έβγαιναν, σκότωνέν ντα (όσα έβγαιναν, τα σκότωνε) Γούρδ. -Dawk. Ντο παιγί ιτό σκότωσέν ντο (το αγόρι τον σκότωσε) Ουλαγ. -Dawk. Σκότωσάν ντο εκεί το ινσάν (τον σκότωσαν εκεί τον άνθρωπο) Αξ. -Dawk. Tου μάνα μ σκότουσις του (σκότωσες τη μητέρα μου) Μαλακ. -Dawk. Κι ιτό Κέλ ογλάνς κάθι φράς σκότωνιν απ’ ένα τσ̑ιράq (και τα φαλακρά αγόρια σκότωναν κάθε φορά και από έναν υπηρέτη) Μαλακ. -Dawk. Σκότωσιν ντου, κι γέννιν μαυτό τ βασιλέγας (τον σκότωσε και έγινε ο ίδιος βασιλιάς) Μαλακ. -Dawk. Αdέ το νομάτη πός τα σκότσες; (γιατί σκότωσες αυτόν τον άνθρωπο;) Φάρασ. -Dawk. Σκότσεν ντα (τη σκότωσε) Φάρασ. -Dawk. Άμε, ατζ̑εινά ντο νομάτη δός τα, σκότα τα (πήγαινε, κάνε επίθεση σε αυτόν τον άνθρωπο, σκότωσέ τον) Φάρασ. -Dawk. Πήριν ντα, σκότσιν ντα αdζ̑είνο το φσ̑άχι (το πήρε, το σκότωσε εκείνο το αγόρι) Αφσάρ. -Dawk. Το πατισ̑άχο τουν σκοτωμένο σο τσ̑αdίρι τ' απέσω, εκείνο ήτουν, πέτασαν τα σιλάχ̇jα τουν γκι άρχεψαν να φέγνουν (όταν είδαν και τον βασιλιά τους σκοτωμένο στη σκηνή του μέσα, εκείνο ήταν, πέταξαν τα όπλα τους και άρχισαν να φεύγουν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Όζαμαν ντα 'ρjον ντα πατισάχ̇jα έdεκαν εμίρ, ιτσ̑α ντα χ̇ιρσίζjα με ντα σκοτώσον ντεϊ (τότε οι δύο βασιλιάδες διέταξαν, αυτόυς τους κλέφτες να μην τους σκοτώσουν) Ουλαγ. -Κεσ. Γούτ'σαν ντα, σκότωσαν ντα (τους γύμνωσαν, τους σκότωσαν) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σκότσιν ντα γούσ̑ι (το σκότωσε το πουλί) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ηύρα του σκοτουμένου (το βρήκα σκοτωμένο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σκότσαν ντου οπ' του ξύλου (το σκότωσαν από το ξύλο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Γάς γαράλτσια σκότουσάν ντου (πολύ άδικα τον σκότωσαν) Μισθ. -Κοτσαν. Σκότουσιν ντου μ'ατούρα ντ΄είπειν (τον πέθανε μετά από αυτά πού είπε ) Μισθ. -Κοτσαν. Τα εγέλφια τ' ντϋσ̑ϋνdǘζ̑'νε να το σκοτώσ̑'νε (τα αδέλφια της σκέφτονται να τη σκοτώσουν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έι άρκαdας̑, εσ̑ύ εμέ αφήκεζ με να σκοτωχεί ντεγί, άμ-μα Χεγός εμέ ντέ με σκότωσεν, εσερκέτσε με (ε φίλε, εσύ εμένα με άφησες λέγοντας θα σκοτωθεί, αλλά ο Θεός εμένα δε με σκότωσε, με προφύλαξε) Αξ. -Μαυροχ. Συνών. γκεμπερτώ, ψοφαρίζω
2. Μτφ., σκοτώνομαι στη δουλειά, κουράζομαι υπερβολικά Αραβαν., Γούρδ., κ.α. : Ωζ να τα κόψω σκοτώρα· ως το μεσμέρ' τσ̑απαλάdιζα (μέχρι να τα κόψω κουράστηκα πολύ· ως το μεσημέρι προσπαθούσα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.