ψοφαρίζω
(ρ.)
ψοφαρίζω
[psofaˈrizo]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ.
ψοφαρίζου
[psofaˈrizu]
Σίλ.
ψοφαρώ
[psofaˈro]
Σίλ.
Αόρ.
ψοφάρ'σα
[psoˈfarsa]
Μαλακ., Φάρασ.
ψοφάτσα
[psoˈfatsa]
Ουλαγ.
Από το ουσ. ψόφος και το παραγωγ. επίθμ. -αρίζω/-αρώ.