ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψοφαρίζω (ρ.) ψοφαρίζω [psofaˈrizo] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ. ψοφαρίζου [psofaˈrizu] Σίλ. ψοφαρώ [psofaˈro] Σίλ. Αόρ. ψοφάρ'σα [psoˈfarsa] Μαλακ., Φάρασ. ψοφάτσα [psoˈfatsa] Ουλαγ. Από το ουσ. ψόφος και το παραγωγ. επίθμ. -αρίζω/-αρώ.
Για ζώα και υβριστικά για αλλόθρησκους, σκοτώνω ό.π.τ. : Ψοφάτσαν ντο (Τον σκότωσαν σαν σκυλί) Ουλαγ. -Dawk. Ερ να μη μπορέσει, 'άν'τα ψοφαρίσω 'το το φίδι (Αν δεν μπορέσει, θα το σκοτώσω αυτό το φίδι) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. γκεμπερτώ, σκοτώνω