ψυλλοφτειρίζω
(ρ.)
ψυλλοφτειρίζω
[psiloftiˈrizο]
Σινασσ.
Από τα ουσ. ψύλλος, φτείρα και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Σκοτώνω τους ψύλλους και τις ψείρες
Σινασσ.
:
Άρχεψε νά ψυλλοφτειρίζ ’ ούλο τό σπίτι, τρανά και στη ράφ’ το φ'κάλι
(Άρχισε να καθαρίζει όλο το σπίτι, βλέπει πάνω στο ράφι τη σκούπα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.