ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψυλλοφτειρίζω (ρ.) ψυλλοφτειρίζω [psiloftiˈrizο] Σινασσ. Από τα ουσ. ψύλλος, φτείρα και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Σκοτώνω τους ψύλλους και τις ψείρες Σινασσ. : Άρχεψε νά ψυλλοφτειρίζ ’ ούλο τό σπίτι, τρανά και στη ράφ’ το φ'κάλι (Άρχισε να καθαρίζει όλο το σπίτι, βλέπει πάνω στο ράφι τη σκούπα) Σινασσ. -Αρχέλ.