ψωμιώνα
(ουσ.)
ψωμιώνα
[psoˈmɲona]
Αξ.
Από το ουσ. ψωμί και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
1. Επιθυμία για ψωμί
2. Γενικότ., πείνα