ψωνίζω
(ρ.)
ψωνίζου
[psoˈnizu]
Μισθ.
ψουνίζω
[psuˈnizo]
Τροχ., Φκόσ.
Παρατατ.
ψούνιζα
[ˈpsuniza]
Τσαρικ.
ψώνισκα
[ˈpsoniska]
Αραβ.
Αόρ.
ψώμισα
[ˈpsomisa]
Σινασσ.
Μεσν. ρ. ψωνίζω < μεταγν. ὀψωνίζομαι = προμηθεύομαι. Ο τύπ. ψουνίζω νεότ. (Mackridge 2021: 152). Ο τύπ. ψώμισα πιθ. παρετυμολ. προς το ουσ. ψωμί.
Αγοράζω
ό.π.τ.
:
Πήγε ψώμισεν ό,τι ηύρεν, έφερεν, γιόμωσε το σπίτι τ'
(Πήγε ψώνισε ό,τι βρήκε, έφερε, γέμισε το σπίτι του)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Πηγαίναμε και ψουνίζαμε στη Νίγδη, στο παζάρι
(Πηγαίναμε και ψωνίζαμε στην Νίγδη, στο παζάρι)
Τσαρικ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Ψούνιζαμ' μι αβγά τσι μι γέλλ'μα
(Ψωνίζαμε με αβγά και με στάρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
αγοράζω, παίρνω, ακούω