ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψωριάρης (επίθ.) ψωριάρη [psoˈrʝari] Σίλατ., Σινασσ. ψωριάρ' [psoˈrʝar] Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. ψωριέρ' [psoˈrʝer] Αφσάρ., Φάρασ. Θηλ. ψωριαρού [psorʝaˈru] Σινασσ. Από το νεότ. επίθ. ψωριάρης (πβ. μεσν. επίθ. ψωριάρικος) το οπ. από το αρχ. ουσ. ψώρα και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
1. Ψωραλέος, που πάσχει από ψώρα Αξ., Αφσάρ., Μαλακ., Φάρασ., Φλογ. Συνών. μισκίνης :2, ουγιούζης :2
2. Μτφ., μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου, τιποτένιος Σινασσ. : || Παροιμ. Καυχησάρη μ' άλογο, ψωριάρη μ' γαϊδούρ' (Καυχησιάρικο μου άλογο, ψωριάρικο μου γαϊδούρι˙ για τους ανίκανους που επαίρονται) Σινασσ. -Αρχέλ.
3. Ψωροπερήφανος Σινασσ. Πβ. καυχησιάρης, κιμπιρλού :2, μαϊταπτζής