ψωριάρης
(επίθ.)
ψωριάρη
[psoˈrʝari]
Σίλατ., Σινασσ.
ψωριάρ'
[psoˈrʝar]
Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
ψωριέρ'
[psoˈrʝer]
Αφσάρ., Φάρασ.
Θηλ.
ψωριαρού
[psorʝaˈru]
Σινασσ.
Από το νεότ. επίθ. ψωριάρης (πβ. μεσν. επίθ. ψωριάρικος) το οπ. από το αρχ. ουσ. ψώρα και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
1. Ψωραλέος, που πάσχει από ψώρα
Αξ., Αφσάρ., Μαλακ., Φάρασ., Φλογ.
Συνών.
μισκίνης :2, ουγιούζης :2
2. Μτφ., μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου, τιποτένιος
Σινασσ.
:
|| Παροιμ.
Καυχησάρη μ' άλογο, ψωριάρη μ' γαϊδούρ'
(Καυχησιάρικο μου άλογο, ψωριάρικο μου γαϊδούρι˙ για τους ανίκανους που επαίρονται)
Σινασσ.
-Αρχέλ.