ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψυχή (ουσ.) ψυχή [psiˈçi] Καππ. ψ̑υχή [pʃiˈçi] Αξ., Αραβαν., Τελμ. ψυσ̑ή [psiˈʃi] Αφσάρ., Ποτάμ., Σίλατ., Φάρασ. ψ̑υσ̑ή [pʃiˈʃi] Ανακ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ. ψυή [psiˈi] Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τσαρικ. ψη [psi] Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ. ψ̑η [pʃi] Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Φερτάκ., Φλογ. Πληθ. ψ̑υχάγες [pʃiˈxaʝes] Αξ. ψυχά [psiˈxa] Μισθ., Σίλατ., Τροχ. Πληθ. Γεν. ψυχού [psiˈxu] Μαλακ., Μισθ. ψ̑υχού [pʃiˈxu] Ανακ., Σίλατ. Από το αρχ. ουσ. ψυχή. Η σημ. 5 μεταγν. Ο πληθ. τύπ. ψ̑υχάγες με κλιτ. επίθμ. -άδες > -άγες.
1. Ψυχή, το άυλο στοιχείο του ανθρώπου που, ύστερα από το θάνατο του σώματος, αποκτά αυτόνομη ύπαρξη ό.π.τ. : Παραγείσ' πουλί, ψ̑υχή τ' πέτ-τασεν στα ουράνι-α (Παραδείσου πουλί (ήταν), η ψυχή του πέταξε στα ουράνια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ψυή μ' αρχάντζελλους να πάρ' (Την ψυχή μου ο αρχάγγελος θα πάρει) Τσαρικ. -Καραλ. Αυτό αν το ρώνεις, σε σώσεις τσ̑ην ψ̑υσ̑ή σου (Αυτό αν το δώσεις, θα σώσεις την ψυχή σου) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Λίγο 'πλέμ'νι να βγει του ψυχή μ' (Λίγο έλειψε να βγει η ψυχή μου˙ Παραλίγο να πεθάνω) Γούρδ. -Καράμπ. Έdωκε ψ̑υχή (Έδωσε ψυχή˙ Πέθανε. Πβ. τουρκ. φρ. <em>canını vermek</em> = πεθαίνω) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ντίν' ψ̑υχή (Δίνει ψυχή˙ Ψυχορραγεί. Πβ. τουρκ. φρ. <em>can vermek </em>=ψυχορραγώ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Κρούει ψ̑υσ̑ή (Χτυπά ψυχή˙ Είναι ετοιμοθάνατος) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τ' ψ̑υχή τ' ντώκεν ντο στο ντιάβολε (Την ψυχή την έδωσε στον διάβολο˙ Ψευδόρκησε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Καύτισ̑κις ψ̑υσ̑ή σ' (Έκαψες την ψυχή σου˙ Λεγόταν όταν κάποιος κατά τη Θεία Μετάληψη χύνει τη Θεία Κοινωνία) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σου βα σ' ψ̑η (στου πατέρα σου την ψυχή˙ φρ. που χρησιμοποιούσαν οι Μιστιώτες, όταν, σταματώντας έξω από την Ανακού, επικαλούνταν τις ψυχές των γονιών των Ανακιωτών προκειμένου αυτοί να τους δώσουν κοπριά για να ανάψουν φωτιά να ζεσταθούν) Μισθ. -Κωστ.Μ. Έβγκην η ψυσ̑ή (Βγήκε η ψυχή˙ Ξεψύχησε) Φάρασ. -Dawk. ψ̑υσ̑ή μ' (Ψυχή μου˙ Ως επιφώνημα που εκφράζει αγάπη) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Παροιμ. 'ς χώρας την άκρα την ψυσ̑ή σου σο δι-έβο μη τα δίτ' (Για ξένη δουλειά την ψυχή σου μην την δίνεις στον διάβολο˙ Μην ψευδορκείς για το συμφέρον άλλων) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τσ̑άπου ντζ̑ό 'ν' ψυσ̑ή, ο Θι-ός πάλι ντζ̑ο παίρει (Όπου δεν υπάρχει ψυχή, κι ο Θεός ακόμα δεν παίρνει˙ Δεν μπορείς να πάρεις κάτι από κάποιον που δεν έχει τίποτα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Εγώ δια φαγί δεν ήρτα και δια πιοτόν δεν ήρτα,
ήρτα δια τον Ακρίτη σου να πάρω την ψυχή του
(Εγώ δεν ήρθα για φαγητό και για πιοτό δεν ήρθα
ήρθα για τον Ακρίτα σου, να πάρω την ψυχή του)
Σινασσ. -Αρχέλ.
Οι ψ̑υσ̑ές μας ν’ ’αρωθούνε
τζ̑ι οι τουσ̑μάνοι να χαθούνε
( Οι ψυχές μας να σωθούνε
κι οι εχθροί μας να χαθούνε )
Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
β. Σε πτώση γεν. πληθ., Σάββατο των Ψυχών, Ψυχοσάββατο Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ. : || Φρ. ψ̑υχού μέρα (Ημέρα των ψυχών ˙ Η παραμονή των Φώτων κατά την οποία παραθέτουν γεύμα και για τους νεκρούς) Ανακ. -Κωστ.Α.
2. Κατά πληθ., οι ψυχές των πεθαμένων που ως κακοποιά δαιμόνια γυρίζουν στον απάνω κόσμο κατά το δωδεκαήμερο των χριστουγέννων Ανακ., Αξ., Μισθ., Τροχ. : Τα ψυχά βγαίνισ̑καν και 'ύριζαν (Οι ψυχές έβγαιναν και επέστρεφαν (ως δαιμόνια του Δωδεκαήμερου)) Ανακ. -Κωστ.Α. Να φαν οι ψ̑υσ̑ές, τσ̑ι να παραμούν (Να φάνε τα δαιμόνια του Δωδεκαήμερου και να φύγουν) Μισθ. -Κωστ.Μ. α ’ρθουν να φάνε τα ψυχά (Θα έρθουν να φάνε οι ψυχές των νεκρών) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. αλακατσάνος, δωδεκάρι
3. Ο συναισθηματικός κόσμος του ανθρώπου Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ. : Απ' ψυ'ή τ' ντο σiκ̇ι̂́ τ' χασταλάν'σε (Από την στενοχώρια της ψυχής του αρρώστησε) Ουλαγ. -Κεσ. || Φρ. Ψυχή σ' τι ντιλαΐζ' (Τι ζητά η ψυχή σου;˙ Τι επιθυμείς πολύ;) Μισθ. -Κοτσαν. Ψ̑υχή μ' σiκ̇ι̂́λ'σε (Η ψυχή μου σφίχτηκε˙ Στενοχωρέθηκα πολύ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Οπ' τσ̑η ψ̑υσ̑ή μου (Απ' την ψυχή μου˙ Ολόψυχα, πολύ) Σίλ. -Κωστ.Σ.
4. Ζωή Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ. : Φύτε 'α γλυτώσετε την ψυσ̑ή σας (Φύγετε να γλυτώσετε την ζωή σας) Φάρασ. -Ανδρ. Κάτ͑-τ͑α μας έσ̑ει εφτά ψ̑υσ̑ές (Η γάτα μας έχει εφτά ζωές, είναι εφτάψυχη) || Φρ. Από ψ̑υχής (από ψυχής˙ έγκυος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. βλ. αποψυχής
5. Άνθρωπος, άτομο ό.π.τ. : Τρία ψυσ̑ές (Τρία άτομα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ντου Μιστί τσ̑όι είχι τρία χιλιἀις ψυχές (Το Μιστίο τότε είχε τρεις χιλιάδες ψυχές) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Εκατό χρόνους να μποbάρδιζεν, ένα ψ̑υσ̑ή δεν πεθάνισ̑κεν (Και εκατό χρόνια να βομβάρδιζε κάποιος, ένας άνθρωπος δεν (θα) πέθαινε (έχοντας καταφύγει στα πολύ ασφαλή σμιλευμένα στον βράχο καταφύγια)) Ανακ. -Cost. 'α γλυτώς δύο ψυσ̑ές (Θα γλυτώσεις δύο ανθρώπους) Φάρασ. -Dawk. Έγερ ψ̑η αν έν', ας έν' το μο (Αν (αυτή εδώ η κοπέλα) είναι μιά ζωντανή ψυχή, ας είναι δικιά μου) Ουλαγ. -Dawk. || Ασμ. Ας θέκουμε αdίς ψυχή, ας στάθη το γεφύρι (Ας βάλουμε ως αντάλλαγμα έναν άνθρωπο, για να πάψει να γκρεμίζεται το γεφύρι) Τελμ. -Αλεκτ. Συνών. κανείς, ογλάν, πρόσωπο, χερίφος, νομάτης, ινσάνος
6. Καρδιά Ποτάμ.