ογλάν
(ουσ. αρσ.)
ογλάν
[oɣˈlan]
Μισθ., Ουλαγ., Φλογ.
ογλάνης
[oʹɣlanis]
Φλογ.
ογλάν'ς
[oɣˈlans]
Ουλαγ., Φλογ.
ολάν
[οˈlan]
Φάρασ.
ολά
[οˈla]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. οğlan = α) αγόρι, παιδί β) νεαρός, όπου και διαλεκτ. τύπ. olan. Πβ. νεότ. ουσ. ογλάνι = έφηβος ερωμένος ενός μεγαλύτερου σε ηλικία άντρα (Mackridge 2021: 201).
1. Αγόρι
ό.π.τ.
:
Ιτό κελ ογλάν κοιμήγε το πελίτ αγάτσ̑ απ'κάτω
(Το άγουρο (μικρό) παιδί κοιμήθηκε κάτω από τη βελανιδιά)
Ουλαγ.
-Dawk.
Κελ ογλάνης qîσqάνσεν τα και πήγεν ουϊτούρσεν σο απλά τ'
(Ο Φαλακρός τους ζήλεψε και πήγε και τους συκοφάντησε στην κυρία του)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ήταν δύο αδέλφια· τό ’να ήταν αqουλού κι τ’ άλλου ήτανι σ̑ασ̑qάν, και τ΄ όνομά τ’ λέιξαν του Κελ Ογλάν
(Ἠταν δύο αδελφοί· ο ένας ήταν έξυπνος ο άλλος ήταν χαζός, και τον έλεγαν ο Καραφλός)
Μαλακ.
-Dawk.
Κάτι πήριν ντ' αφτί μ' για Κιάλ ογλάν ντου μα̈σάλ, ε ατό ξέριτ' του;
(Κάτι πήρε το αφτί μου για το παραμύθι του Φαλακρού παιδιού, ε αυτό το ξέρετε;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Κελ ογλάν
(Φαλακρό παιδί˙ ήρωας λαϊκών παραμυθιών)
Μισθ., Μαλακ., Φλογ.
-Dawk.
3. Ως επιφών., δηλώνοντας χαιρετισμό, αποδοκιμασία ή προτροπή, βρε, μωρέ, ε
Φάρασ.
:
Ολάν τζ̑ενdά, ολάν τζ̑ενdά
(Ε, αυτός τσιμπάει, εεε, αυτός τσιμπάει)
Φάρασ.
-Dawk.