ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ογλάν (ουσ. αρσ.) ογλάν [oɣˈlan] Μισθ., Ουλαγ., Φλογ. ογλάνης [oʹɣlanis] Φλογ. ογλάν'ς [oɣˈlans] Ουλαγ., Φλογ. ολάν [οˈlan] Φάρασ. ολά [οˈla] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. οğlan = α) αγόρι, παιδί β) νεαρός, όπου και διαλεκτ. τύπ. olan. Πβ. νεότ. ουσ. ογλάνι = έφηβος ερωμένος ενός μεγαλύτερου σε ηλικία άντρα (Mackridge 2021: 201).
1. Αγόρι ό.π.τ. : Ιτό κελ ογλάν κοιμήγε το πελίτ αγάτσ̑ απ'κάτω (Το άγουρο (μικρό) παιδί κοιμήθηκε κάτω από τη βελανιδιά) Ουλαγ. -Dawk. Κελ ογλάνης qîσqάνσεν τα και πήγεν ουϊτούρσεν σο απλά τ' (Ο Φαλακρός τους ζήλεψε και πήγε και τους συκοφάντησε στην κυρία του) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ήταν δύο αδέλφια· τό ’να ήταν αqουλού κι τ’ άλλου ήτανι σ̑ασ̑qάν, και τ΄ όνομά τ’ λέιξαν του Κελ Ογλάν (Ἠταν δύο αδελφοί· ο ένας ήταν έξυπνος ο άλλος ήταν χαζός, και τον έλεγαν ο Καραφλός) Μαλακ. -Dawk. Κάτι πήριν ντ' αφτί μ' για Κιάλ ογλάν ντου μα̈σάλ, ε ατό ξέριτ' του; (Κάτι πήρε το αφτί μου για το παραμύθι του Φαλακρού παιδιού, ε αυτό το ξέρετε;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Κελ ογλάν (Φαλακρό παιδί˙ ήρωας λαϊκών παραμυθιών) Μισθ., Μαλακ., Φλογ. -Dawk.
2. Άνθρωπος Φάρασ. Συνών. άθρωπος, κανείς, πρόσωπο, χερίφος, ψυχή, ινσάνος
3. Ως επιφών., δηλώνοντας χαιρετισμό, αποδοκιμασία ή προτροπή, βρε, μωρέ, ε Φάρασ. : Ολάν τζ̑ενdά, ολάν τζ̑ενdά (Ε, αυτός τσιμπάει, εεε, αυτός τσιμπάει) Φάρασ. -Dawk.