ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οβντουρντώ (ρ.) Αόρ. οβντούρσα [ovˈdursa] Ουλαγ. Από το τουρκ. ρ. ovdurmak = τρίβω (πιθ. συνεκδοχ. σπιρουνίζω για να κάνω το άλογο να καλπάσει). Εναλλακτικά από το παλ. τουρκ. ρ. önürtmek = σπρώχνω προς τα εμπρός.
Κάνω ένα άλογο να τριποδίσει : Ήρτε κι άλν' άλογο. Κι εdεκείνο μπίνσεν ντο· οβντούρσεν ντο (Ήρθε κι άλλο ένα άλογο. Το καβαλίκεψε κι εκείνο· το έκανε να τριποδίσει ) Ουλαγ. -Dawk.