οβντουρντώ
(ρ.)
Αόρ.
οβντούρσα
[ovˈdursa]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. ovdurmak = τρίβω (πιθ. συνεκδοχ. σπιρουνίζω για να κάνω το άλογο να καλπάσει). Εναλλακτικά από το παλ. τουρκ. ρ. önürtmek = σπρώχνω προς τα εμπρός.
Κάνω ένα άλογο να τριποδίσει
:
Ήρτε κι άλν' άλογο. Κι εdεκείνο μπίνσεν ντο· οβντούρσεν ντο
(Ήρθε κι άλλο ένα άλογο. Το καβαλίκεψε κι εκείνο· το έκανε να τριποδίσει )
Ουλαγ.
-Dawk.