ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οβντουρντώ (ρ.) Αόρ. οβντούρσα [ovˈdursa] Ουλαγ. Από το παλαιότ. τουρκ. ρ. ivdirmek = κάνω κάποιον να βιαστεί, όπου και διαλεκτ. τύπ. evdürmek. Εσφαλμένη η ετυμολογ. του Dawkins (1916: 628, 666) από το ρ. oğdurmak /ovdurmak = τρίβω. Πβ. οβετλεντίζω
Κάνω ένα άλογο να τρέξει : Ήρτε κι άλν' άλογο. Κι εdεκείνο μπίνσεν ντο· οβντούρσεν ντο (Ήρθε κι άλλο ένα άλογο. Το καβαλίκεψε κι εκείνο· το έκανε να τρέξει) Ουλαγ. -Dawk.
Τροποποιήθηκε: 03/08/2025