ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ογούλι (ουσ. ουδ.) ογούλ' [oˈɣul] Ανακ., Μισθ., Σίλ., Τζαλ. ογούλι [oˈɣuli] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. oğul = α) παιδί β) μελίσσι, σμήνος.
Νέο σμήνος μελισσών που φεύγει από την κυψέλη ό.π.τ. : || Φρ. Ντώκιν ογούλ' (Έρριξε σμάρι μελισσών˙ δημιούργησε νέο σμάρι το μελίσσι με τη γέννηση μιας καινούργιας βασίλισσας) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πβ. γιαβρού :3