ογούλι
(ουσ. ουδ.)
ογούλ'
[oˈɣul]
Ανακ., Μισθ., Σίλ., Τζαλ.
ογούλι
[oˈɣuli]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. oğul = α) παιδί β) μελίσσι, σμήνος.
Νέο σμήνος μελισσών που φεύγει από την κυψέλη
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Ντώκιν ογούλ'
(Έρριξε σμάρι μελισσών˙ δημιούργησε νέο σμάρι το μελίσσι με τη γέννηση μιας καινούργιας βασίλισσας)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πβ.
γιαβρού :3