ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

όζαμαν (επίρρ.) όζαμαν [ˈozaman] Ουλαγ. Από το τουρκ. επίρρ. o zaman = τότε. Πβ. ζαμάνι
1. Τότε : Ντο πατισάχ όζαμαν έπε κι (Ο βασιλιάς είπε τότε) Ουλαγ. -Κεσ. Όζαμαν αγνάτσαν ντο, ντο ήτον Χριστός εφένdης (Τότε το κατάλαβαν, ότι ήταν ο αφέντης Χριστός) Ουλαγ. -Κεσ. Ντο πατισάχ όζαμαν γίμωσε ένα τορβά λίρες, έντεκεν ντο γκι ένα ἀλοχο, εν ντo καλό (Ο βασιλιάς τότε γέμισε ένα ντορβά λίρες, της έδωσε κι ένα άλογο, το πιο καλό) Ουλαγ. -Κεσ. Όζαμαν παίνου βγάλου ντο ντο κιφάλ’ (Τότε πηγαίνουν, βγάζουν το κεφάλι) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. απεκεί, ατσοντότε, εκτότε, τότε, υστέρου
2. Τότε που, όταν : Όζαμαν αγναdάς το, να χαεί ένα κανείς ντεΐ (Όταν το δεις (ενν. την κουκουβάγια στα κεραμίδια), κάποιος θα πεθάνει· πρόληψη)) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Δακρύζουν τα μάτια τ’ όζαμαν κονώται το νούρι τ’ (Δακρύζουν τα μἀτια του την στιγμή που βγαίνει η ψυχή του) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025