όζαμαν
(επίρρ.)
όζαμαν
[ˈozaman]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. επίρρ. o zaman = τότε.
Τότε
:
Ντο πατισάχ όζαμαν έπε κι
(Ο βασιλιάς είπε τότε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Όζαμαν αγνάτσαν ντο, ντο ήτον Χριστός εφένdης
(Τότε το κατάλαβαν, ότι ήταν ο αφέντης Χριστός)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ντο πατισάχ όζαμαν γίμωσε ένα τορβά λίρες, έντεκεν ντο γκι ένα ἀλοχο, εν ντo καλό
(Ο βασιλιάς τότε γέμισε ένα ντορβά λίρες, της έδωσε κι ένα άλογο, το πιο καλό)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Όζαμαν παίνου βγάλου ντο ντο κιφάλ’
(Τότε πηγαίνουν, βγάζουν το κεφάλι)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
απεκεί, ατσοντότε, εκτότε, τότε :1, υστέρου