οϊντώ
(ρ.)
οϊτίζω
[oiˈtizo]
Φάρασ.
οϊdούζω
[oiˈduzo]
Αραβαν.
οϊdού
[oiˈdu]
Ουλαγ.
ουιdώ
[ouiˈdo]
Σίλ.
οϊτι-έω
[oitiˈeo]
Φάρασ.
Αόρ.
οΐτ'σα
[oˈitsa]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. oymak = α) χαράζω β) σκαλίζω, λαξεύω γ) τροχίζω.