ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οϊντώ (ρ.) οϊτίζω [oiˈtizo] Φάρασ. οϊdούζω [oiˈduzo] Αραβαν. οϊdού [oiˈdu] Ουλαγ. ουιdώ [ouiˈdo] Σίλ. οϊτι-έω [oitiˈeo] Φάρασ. Αόρ. οΐτ'σα [oˈitsa] Ουλαγ. Από το τουρκ. ρ. oymak = α) χαράζω β) σκαλίζω, λαξεύω γ) τροχίζω.
Λαξεύω, σκάβω, βγάζω από κάτι ένα μέρος του (π.χ. το περιεχόμενο ενός καρπού, τα μάτια κάποιου) : Παίρ' ένα γαbάχ', ουιdά τα (Παίρνει μιά κολοκύθα, της βγάζει το περιεχόμενο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. βγάλλω, βγαλλώνω, γλυμμίζω