ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οκά (ουσ. θηλ.) οκά [oˈka] Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ. οχά [oˈxa] Σίλ. ογά [oˈɣa] Σίλ. χ̇ιά [xja] Φάρασ., Φκόσ. Πληθ. οκάδες [oʹkaðes] Σινασσ., Τελμ. οκάρες [oˈkares] Σίλ. οκάις [oʹkais] Μισθ. χ̇ιάδα [xiʹaða] Φάρασ. Νεότ. ουσ. ὀκά (Λεξ. Σομ.), πιθ. αντιδάν. από το τουρκ. ουσ. okka, το οπ. από το αραβ. ουσ. ūqiyah, πιθ. < ελλ. ουσ. οὐγγία. Πβ. μεσν. ογκά (Trapp).
Οκά, οθωμανική μονάδα βάρους που ισοδυναμεί με 400 δράμια (= 1282 γρ.) ό.π.τ. : Γίνιξαμ' 'να οκά γέλμα να πάρουμ' νουντσιά αλέβιρ (δίναμε μιά οκά σιτάρι να πάρουμε μισή οκά αλεύρι) Μισθ. -Κοτσαν. Ένα οκά ασ' το κριάς (Μια οκά κρέας) Σινασσ. -Τακαδόπ. T' οχά ντου παιρνόσκαμ' ντα τέσσερα γρούσ̑α (Την οκά του την αγοράζαμε τέσσερα γρόσια) Σίλ. -Κωστ.Σ. Αδαρά δεν μπορείς να φέρεις δύο οκάδες ματζάνες να ποίκω ένα ιμάμ μπαϊντί (Τώρα δεν μπορείς να φέρεις ούτε δύο οκάδες μελιτζάνες να φτιάξω ένα ιμάμ μπαϊλντί) Σινασσ. -Τακαδόπ. Ν’ τα θέκουμε σο ζυ να ιδούμε πόσα χιάδα είναι, πέλκι κατόν πενήντα, πέλκι δύο εκατό (Να το βάλουμε στην ζυγαριά να δούμε πόσες οκάδες είναι, ίσως εκατόν πενήντα, ίσως διακόσιες) Κίσκ. -Παπαδ.