οκά
(ουσ. θηλ.)
οκά
[oˈka]
Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Φλογ.
οχά
[oˈxa]
Σίλ.
ογά
[oˈɣa]
Σίλ.
χ̇ιά
[xja]
Φάρασ., Φκόσ.
χ̇ιάς
[xjas]
Τσουχούρ.
Πληθ.
οκάδες
[oˈkaðes]
Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
οκάρες
[oˈkares]
Σίλ.
οκάις
[oˈkais]
Μισθ.
χ̇ιάδα
[xiˈaða]
Κίσκ., Φάρασ.
Νεότ. ουσ. ὀκά (Λεξ. Σομ.), πιθ. αντιδάν. από το τουρκ. ουσ. okka, το οπ. από το αραβ. ουσ. ūqiyah, πιθ. < ελλ. ουσ. οὐγγία. Πβ. μεσν. ογκά (LBG).
Οκά, οθωμανική μονάδα βάρους ίση με 400 δράμια (= 1282 γρ.)
ό.π.τ.
:
Δίνισκαμ’ μια οκά φασόλια, παίρνισκαμ’ πέντε οκάδες κρομμύδια
(Δίναμε μια οκά φασόλια, πάιρναμε πέντε οκάδες κρεμμύδια)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Γίνιξαμ' 'να οκά γέλμα να πάρουμ' νουντσιά αλέβιρ
(δίναμε μιά οκά σιτάρι να πάρουμε μισή οκά αλεύρι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ένα οκά ασ' το κριάς
(Μιά οκά κρέας)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
T' οχά ντου παιρνόσκαμ' ντα τέσσερα γρούσ̑α
(Την οκά του την αγοράζαμε τέσσερα γρόσια)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Φερέτ' ας το ζ̑υγιάσωμε με το γορχιά μ', το κορχιά μ' μισή οκά ΄ναι
(Φέρτε να το ζυγίσουμε με τη γροθιά μου, η γροθιά μου είναι μισή οκά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Κονώνομε τα σταφύλια, απάνω κάτω σ̑ίλια οκάδες
(Αδειάζουμε τα σταφύλια, πάνω-κάτω 1000 οκάδες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Αδαρά δεν μπορείς να φέρεις δύο οκάδες ματζάνες να ποίκω ένα ιμάμ μπαϊνdί
(Τώρα δεν μπορείς να φέρεις ούτε δύο οκάδες μελιτζάνες να φτιάξω ένα ιμάμ μπαϊλντί)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Ν’ τα θέκουμε σο ζυ να ιδούμε πόσα χιάδα είναι, πέλκι κατόν πενήντα, πέλκι δύο εκατό
(Να το βάλουμε στην ζυγαριά να δούμε πόσες οκάδες είναι, ίσως εκατόν πενήντα, ίσως διακόσιες)
Κίσκ.
-Παπαδ.
Οχτωκατό τιράμα σ̑οκάρι
(800 δράμια ζάχαρη)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Τροποποιήθηκε: 26/06/2025