ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-όκκο (επίθμ.) -όκ-κο [-ˈokko] Φάρασ. -όκκο [-ˈoko] Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ. -όκ-κου [-ˈokku] Σατ. -όκκου [-ˈoku] Τσουχούρ., Φάρασ. -ούκκο [-ˈuko] Φάρασ. Αρσ. -όκ-κος [-ˈokkos] Φάρασ. -όκκος [-ˈokos] Φάρασ. -όκκους [-ˈokus] Φάρασ. Αμφιβόλου ετύμ. Κατά τον Οικονομίδη (1938: 72-74, βλ. και Ανδριώτης 1948: 41-42), από το Ποντ. επίθμ. -όπο (< -όπουλο), βάσει της αντιμετάθεσης τσικί > τσικ-όπο > τσιπ-όκκο (βλ. λλ. τσικί, τσικόπο), άποψη ελάχιστα πιθανή. Κατά τον Συμεωνίδη (1968) από το υποκορ. επίθμ. -όπουλο > -όπ’λο > -όφκο > -όκκο με συνήθη για το ιδ. Φαράσων κλειστοποίηση του [l] και κατοπινή αφομοίωση· άποψη πιθανή, ο οποία όμως προσκρούει στο ότι το σύμπλεγμα [pl] στα Φάρασα τρέπεται ομαλά σε [pk] > [fk] (Ανδριώτης 1948: 31) αλλά ποτέ δεν αφομοιώνεται σε [kk], πβ. το ομόρριζο ουσ. πουλαδόκκο > π’λαδόκκο > φκαδόκκο (βλ. λ. πουλαδόκκο). Με το επίθμ. -όκκο αναμφίβολα συνδέεται και το μαρτυρούμενο αποκλειστικά στη Δ. Μακεδ. υποκορ. επίθμ. -όπ’κο (πβ. ΙΛΝΕ λλ. *αλεπόπικο, *βασιλόπικο, γυφτόπικο), για το οπ. έχουν επίσης προταθεί εναλλακτικές ετυμολογήσεις: επίθμ. -όπο (< -όπουλο) + επιθμ. -ικο (Χατζιδάκις 1917, Τσοπανάκης 1953: 295-296, πβ. αντίστοιχη παραγωγή στο -ίτσι > -ίτσικο, -ούτσι > -ούτσικο) ή επίθμ. -όπουλο > -όπ’λου > -όπκου με κλειστοποίηση [l] (Παπαδάμου 2018: 559-560). Πβ. τσικόπο, πουλαδόκκο
1. Υποκορ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. ό.π.τ. : αλαμαλιδόκκο (μικρό δαμάλι) Φάρασ. γαβουνόκκο (πεπονάκι) Φάρασ. εμπεδόκκο (γριούλα) Φκόσ. θαλόκκο (μικρή πέτρα) Φάρασ. κατόκκο (γατάκι) Φάρασ. καφεσόκκο (καφεδάκι) Φάρασ. κοριτσόκκο (κοριτσάκι) Φάρασ., Τσουχούρ. κουβαρόκκο (κουβαράκι) Φάρασ. κουλατζόκκο (φιδάκι) Φάρασ. μελισσόκκο (μελισσούλα) Φάρασ. νυφόκκο (νυφούλα) Φάρασ., Τσουχούρ. ξυλόκκο (ξυλάκι) Φάρασ. σισεδόκκο (μπουκαλάκι) Τσουχούρ. σπιτόκκο (σπιτάκι) Τσουχούρ. στρατόκκο (δρομάκι) Φάρασ. φκατζόκκο (πλακάκι) Φάρασ. φσ̑όκκο (αγόρι) Φάρασ., Αφσάρ. χερόκκο (χεράκι) Φάρασ. χοιριδόκκο (γουρουνάκι) Φάρασ. αλεπόκκος (αλεπουδίτσα) Φάρασ. γερόκκος (γεράκος) Φάρασ. κυνηγαρόκκος (μικρός αετός) Φάρασ. λαγόκκος (λαγουδάκι) Φάρασ. χωρόκκος (χωριουδάκι) Φάρασ. Πβ. -ίκκο, -ίτσικος
2. Με ατονημένη την υποκορ. σημ. Φάρασ. : αγιόκκος (εξωκκλήσι) Φάρασ. βουτόκκο (παγούρι) Φάρασ. καλόκκος (κασιδιάρης) Φάρασ. κοτζόκκο (λευκός άρτος) Φάρασ. Πβ. -ίκκο
3. Σχηματιστικό ονομάτων παιχνιδιών : γελασιματόκκο (γελασματάκι) κουντηματόκκο (σπρωξιματάκι) ταυρεματόκκο (τραβηγματάκι)
Τροποποιήθηκε: 27/06/2025