ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-όκκο (επίθμ.) -όκ-κο [-ˈokko] Φάρασ. -όκκο [-ˈoko] Αφσάρ., Φάρασ. -όκ-κου [-ˈokku] Σατ. -όκκου [-ˈoku] Τσουχούρ., Φάρασ. -ούκκο [-ˈuko] Φάρασ. Αρσ. -όκ-κος [-ˈokkos] Φάρασ. -όκκος [-ˈokos] Φάρασ. -όκκους [-ˈokus] Φάρασ. Από το επίθμ. -όπο με επίδρ. επιθμ. όπως το -κας, -κα. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να ενταχθεί κατευθείαν στην ομάδα του -κας, -κα με το τελικό -ο να είναι το επίθμ. του ουδ., ενώ το -ο- της παραλήγ. οφείλεται σε μορφολογική επανανάλυση από τον συνδυασμό του -κο με θέματα που έληγαν σε -ο-, π.χ. αβγό ή πρόβατο. Τα αρσ. σε -ο(υ)ς, με την προσθήκη του αρσ. επιθμ. -ο(υ)ς. Ελάχιστα πιθ. οι προτάσεις του Οικονομίδη (1938: 72-74), που βασίζονται στο ότι η εναλλαγή στη μοναδική περίπτωση τσικ-όπο/τσιπ-όκκο οδήγησε στην επέκτ. του -όκκο εις βάρος του -όπο σε πολλές περιπτώσεις υποκορ. στα Φάρασα.
Υποκορ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. ό.π.τ. : αγιόκκος (εξωκκλήσι) Φάρασ. αλεπόκκος (αλεπουδίτσα) Φάρασ. βουτόκκο (ξύλινο μπουκάλι) Φάρασ., Σατ. γαβουνόκκο (πεπονάκι) Φάρασ. γερόκκος (γεράκος) Φάρασ. κοριτσόκκο (κοριτσάκι) Φάρασ., Τσουχούρ. αλαμαλιδόκκο (μικρό δαμάλι) Φάρασ. φκατζόκκο (πλακάκι) Φάρασ. φσόκκο (μικρό παιδί) Φάρασ., Αφσάρ. Συνών. -ι/-ί, -ίκκο, -ίτσι, -ίτσικος, -ούτσικος
β. Με ατονημένη την υποκορ. σημ. Φάρασ. : καλόκκος (κασιδιάρης ) Φάρασ. κοτζόκκο (λευκός άρτος ) Φάρασ.