οκρά
(ουσ. ουδ.)
οκρά
[oˈkra]
Αξ.
νοκρά
[noˈkra]
Μαλακ.
Αρσ.
νοχράς
[noˈxras]
Σινασσ.
Πληθ.
νοκράδια
[noˈkraðʝa]
Μαλακ.
νοχράδια
[noˈxraðʝa]
Ανακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. okra = είδος παρασιτικού σκουληκιού που ζει κάτω από το δέρμα βοοειδών και αιγοπροβάτων, Υπόδερμα βοός (Tietze 2019, λ. okra), όπου και διαλεκτ. τύπ. nokra και nohra (THADS, λ. nohra I).
Τροποποιήθηκε: 24/04/2025