ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νοκρά (ουσ. ουδ.) νοκρά [noˈkra] Μαλακ. Αρσ. νοχράς [noˈxras] Σινασσ. Πληθ. νοκράδια [noˈkraðʝa] Μαλακ. νοχράδια [noˈxraðʝa] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. nokra, όπου και διαλεκτ. τύπ. nohra = ασθένεια των βοοειδών από παράσιτα (THADS, λ. nohra I).
Παράσιτα που προκαλούν πληγές στο σώμα των ζώων ό.π.τ.