νοκρά
(ουσ. ουδ.)
νοκρά
[noˈkra]
Μαλακ.
Αρσ.
νοχράς
[noˈxras]
Σινασσ.
Πληθ.
νοκράδια
[noˈkraðʝa]
Μαλακ.
νοχράδια
[noˈxraðʝa]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. nokra, όπου και διαλεκτ. τύπ. nohra = ασθένεια των βοοειδών από παράσιτα (THADS, λ. nohra I).
Παράσιτα που προκαλούν πληγές στο σώμα των ζώων
ό.π.τ.