ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οκρά (ουσ. ουδ.) οκρά [oˈkra] Αξ. νοκρά [noˈkra] Μαλακ. Αρσ. νοχράς [noˈxras] Σινασσ. Πληθ. νοκράδια [noˈkraðʝa] Μαλακ. νοχράδια [noˈxraðʝa] Ανακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. okra = είδος παρασιτικού σκουληκιού που ζει κάτω από το δέρμα βοοειδών και αιγοπροβάτων, Υπόδερμα βοός (Tietze 2019, λ. okra), όπου και διαλεκτ. τύπ. nokra και nohra (THADS, λ. nohra I).
Παράσιτα που προκαλούν πληγές στο σώμα των ζώων ό.π.τ. Πβ. γιαφσάκος :4, μυχρά
Τροποποιήθηκε: 24/04/2025