ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

όλμος (ουσ. αρσ.) όλμος [ˈolmos] Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ. όλμο ['olmo] Φερτάκ. όλιμι ['olimi] Σινασσ. λόμνιο ['lomŋo] Αξ. Από το αρχ. ουσ. ὅλμος = α) κυλινδρικό δοχείο β) γουδί. Οι τύπ. όλιμι και λόμνιο από το μεταγν. υποκορ. ὁλμίον ή ὅλμιον (όπου και τύπ. ὀλομίν Ο.krok.2.310 με ανάπτ. [ο]), και λιγότερο πιθ. από το ομόρριζο μεσν. ουσ. ὁλμειός = στρογγυλή πέτρα ως βάση κοπής, πβ. Σούδ. Ο 181 «Ὅλμος: τὸ μαγειρικὸν ἐργαλεῖον. καὶ ὁ τρίπους τοῦ Ἀπόλλωνος. καὶ ὁλμειός, στρογγύλος λίθος, εἰς ὃν κόπτουσιν ὄσπρια καὶ ἄλλα τινά». Η λ. και Πόντ. με τύπ. λουμί. Για την λ. βλ. Κουκουλές (1915: 79) και ΒΒΠ 2.2, 103.
1. Μεγάλο πέτρινο γουδί ό.π.τ. Συνών. σοχού
2. Πέτρινη σκάφη για το κοπάνισμα και ξεκόκκισμα του σταριού Αξ., Σινασσ.
3. Λάκκος όπου συγκεντρώνεται ο μούστος των σταφυλιών Σινασσ. Συνών. απολήνι, γουβί, σιράς, χαζνάς
4. Ουρανίσκος κ.α., Σινασσ. Συνών. άβλι, νταμάχι