όλοχρον
(επίρρ.)
όλοχρον
['oloxron]
Αραβαν., Γούρδ.
ολοχρόν
[oloˈxron]
Αραβαν.
Από τη φρ. όλο (τον) χρόνο.
Καθ' όλη την διάρκεια του έτους.
ό.π.τ.
:
Όλοχρον ετό το ταρός το χελιδόν' έρχεται και στο κάπνη μας χτσιν το φουλιά τ'
(Όλον τον χρόνο αυτόν τον καιρό έρχεται το χελιδόνι και στην καπνοδόχη μας χτίζει την φωλιά του)
Γούρδ.
-Καράμπ.