όλοχρον
(επίρρ.)
όλοχρον
['oloxron]
Αραβαν., Γούρδ.
ολοχρόν
[oloˈxron]
Αραβαν.
Από τη φρ. όλο (τον) χρόνο.
1. Κάθε χρόνο
Γούρδ.
:
Όλοχρον ετό το ταρός το χελιδόν' έρχεται και στο κάπνη μας χτσιν το φουλιά τ'
(Κάθε χρόνο αυτή την εποχή έρχεται το χελιδόνι και στην καπνοδόχη μας χτίζει την φωλιά του)
Γούρδ.
-Καράμπ.
2. Καθ΄ όλη τη διάρκεια του χρόνου
Αραβαν.
Τροποποιήθηκε: 28/06/2025