ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ομορφιά (ουσ. θηλ.) ομορφιά [omoˈrfça] Αξ., Σινασσ. Από το μεσν. ουσ. ὀμορφιά, το οπ. από το αρχ. ουσ. εὐμορφία.
Ομορφιά ό.π.τ. : Ναίκα, γιατί χάσες τ' όμορφιά σ'; (γυναίκα, γιατί έχασες την ομορφιά σου;) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Χτυπήθηκ' 'σ' την ομορφιά του (Ερωτοχτυπήθηκε από την ομορφιά της) Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. γιαχίσι, γκεντσιλίκι, γκιουζελίκι, κελεσλίκι
Τροποποιήθηκε: 29/06/2025