ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ομορφιά (ουσ. θηλ.) ομορφιά [omoˈrfça] Αξ. Από το μεσν. ουσ. ὀμορφιά, το οπ. από το αρχ. ουσ. εὐμορφία.
Η ωραία εξωτερική εμφάνιση : Ναίκα, γιατί χάσες τ' όμορφιά σ'; (γυναίκα, γιατί έχασες την ομορφιά σου;) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. γιαχίσι, γκεντσιλίκι, γκιουζελίκι, κελεσλίκι