ομορφιά
(ουσ. θηλ.)
ομορφιά
[omoˈrfça]
Αξ., Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. ὀμορφιά, το οπ. από το αρχ. ουσ. εὐμορφία.
Ομορφιά
ό.π.τ.
:
Ναίκα, γιατί χάσες τ' όμορφιά σ';
(γυναίκα, γιατί έχασες την ομορφιά σου;)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Χτυπήθηκ' 'σ' την ομορφιά του
(Ερωτοχτυπήθηκε από την ομορφιά της)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Συνών.
γιαχίσι, γκεντσιλίκι, γκιουζελίκι, κελεσλίκι
Τροποποιήθηκε: 29/06/2025