ομορφιά
(ουσ. θηλ.)
ομορφιά
[omoˈrfça]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. ὀμορφιά, το οπ. από το αρχ. ουσ. εὐμορφία.
Η ωραία εξωτερική εμφάνιση
:
Ναίκα, γιατί χάσες τ' όμορφιά σ';
(γυναίκα, γιατί έχασες την ομορφιά σου;)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
γιαχίσι, γκεντσιλίκι, γκιουζελίκι, κελεσλίκι