ουμουτλαντίζω
(ρ.)
ουμουτ͑λαντίζω
[umutʰlanˈdizo]
Φάρασ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. umutlanmak = ελπίζω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Ελπίζω