ομουτλαντίζω
(ρ.)
ουμουτ͑λανdίζω
[umutʰlanˈdizo]
Φάρασ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. umutlanmak = ελπίζω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Ελπίζω
Συνών.
ομντίζω
Τροποποιήθηκε: 24/07/2025