ομασία
(ουσ. θηλ.)
αμασία
[amaˈsia]
Φάρασ.
'μασία
[maˈsia]
Φάρασ.
ομασ̑ά
[omaˈʃa]
Αξ., Φλογ.
oμoσίτσα
[omoˈsitsa]
Φερτάκ.
αμασίdζα
[amaˈsidza]
Καππ.
'μασίdζα
[ma'sidza]
Καππ.
αλαμασίdζα
[alama'sidza]
Τελμ.
ολαμασίdζα
[olama'sidza]
Καππ.
αδαμασίdζα
[aðama'sidza]
Τελμ.
'δαμασίdζα
[ðama'sidza]
Τελμ.
Από το μεσν. ουσ. ὀμοσιά, το οπ. το μεσν. ρ. ὀμόνω (> αρχ. ὀμνύω) με παραγωγ. επίθμ. -σία, και υποχωρητ. αφομ. [o-a] > [a-a]. Ο τύπ. 'μασία με αποβολή του άτονου αρκτ. φων. Για την αναγωγή των τύπ. -ίτσα/-ίτζα, που στο ΙΛΝΕ (λ. ἀδαμασίτσα) χαρακτηρίζονται ως αγν. ετυμ., βλ. Κουκουλές (1919: 28) και Καραποτόσογλου (2001: 382). Ο τύπ. αλαμασίdζα από αμάρτ. τύπ. ανομασίdζα, ο οπ. από τον τύπ. ομασίτσα με μετατόπιση των ορίων της λέξης κατά τη συνεκφορά με το άρθρ. μιαν, και στη συνέχεια υποχωρήτ. αφομ. [o]-[a] > [a]-[a] και ανομ. έρρ. [n]-[m] > [l]-[m]. Λιγότερο πιθ. η αναγωγή από τον Κουκουλέ σε τύπ. *αναμασίτσα < ανα- + ομοσίτσα.
Όρκος
ό.π.τ.
:
Έbαρ' αμασία τού τζ̑’ άν ντα ειπείς του νταdά σου
(Πάρε όρκο ότι δεν θα το φανερώσεις στον πατέρα σου)
Φάρασ.
-Dawk.
«Εφέντη μ’, α νομάτ΄ σαμού χάνεdαι τζ̑αι αρούdαι η ’μασία δεβαίνει;» «Δεβαίνει» είπεν dι κι
((«Αφέντη μου, ένας άνθρωπος όταν πεθάνει και ξαναζωντανέψει ο όρκος του ακυρώνεται;» «Ακυρώνεται» είπε)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Φρ.
Πσ̑ίνω ομασ̑ά
(Πίνω όρκο˙ Ορκίζομαι· μεταφρ. δάν. από την τουρκ. φρ. <em>ant içmek</em>)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έπγια ομασ̑ά
(Ήπια όρκο˙ Ορκίστηκα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
γεμίνι, όμισμα, όρκος
β.
Ισχυρή φιλία ή αγάπη που έχει δεθεί με όρκους, μόνο σε άσμ.
:
|| Ασμ.
- Κι εμείς με τον Ανδρόνικο έχουμ' αδερφοσύνη
Αδερφοσύνη μοναχά έχουμ' και ομοσίτσα
- Ανδρόνικος απέθανεν, πήγεν αδερφοσύνη
Ανδρόνικος εχάθηνε, εχάθην ομοσίτσα (- Κι εμείς με τον Ανδρόνικο έχουμ' αδελφοσύνη
Μόνο αδελφοσύνη έχουμε και ορκισμένη φιλία
- Ο Ανδρόνικος πέθανε, πάει κι η αδελφοσύνη
Ο Ανδρόνικος πέθανε, πάει η ορκισμένη φιλία) Φερτάκ. -Αλεκτ.Άσμ. - Έχομ' αδελφοσύνην· αδελφοσύνην έχομεν και δαμασίτζα
- Ανδρόνικος απέθανε, παν αι αδελφοσύνες
Ανδρόνικος εχάθη, χάθεν κι αλαμασίτζες (- Έχουμε αδελφοσύνη· αδελφοσύνη έχουμε και ορκισμένη φιλία (με τον Ανδρόνικο)
- Ο Ανδρόνικος πέθανε, παν οι αδελφοσύνεςΟ Ανδρόνικος πέθανε, παν κι ορκισμένες φιλίες) Τελμ. -Lag.
Αδερφοσύνη μοναχά έχουμ' και ομοσίτσα
- Ανδρόνικος απέθανεν, πήγεν αδερφοσύνη
Ανδρόνικος εχάθηνε, εχάθην ομοσίτσα (- Κι εμείς με τον Ανδρόνικο έχουμ' αδελφοσύνη
Μόνο αδελφοσύνη έχουμε και ορκισμένη φιλία
- Ο Ανδρόνικος πέθανε, πάει κι η αδελφοσύνη
Ο Ανδρόνικος πέθανε, πάει η ορκισμένη φιλία) Φερτάκ. -Αλεκτ.Άσμ. - Έχομ' αδελφοσύνην· αδελφοσύνην έχομεν και δαμασίτζα
- Ανδρόνικος απέθανε, παν αι αδελφοσύνες
Ανδρόνικος εχάθη, χάθεν κι αλαμασίτζες (- Έχουμε αδελφοσύνη· αδελφοσύνη έχουμε και ορκισμένη φιλία (με τον Ανδρόνικο)
- Ο Ανδρόνικος πέθανε, παν οι αδελφοσύνεςΟ Ανδρόνικος πέθανε, παν κι ορκισμένες φιλίες) Τελμ. -Lag.