γεμίνι
(ουσ. ουδ.)
γεμίνι
[ʝeˈmini]
Σίλ., Φάρασ.
γεμίν'
[ʝeˈmin]
Ουλαγ.
'εμίνι
[eˈmini]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. yemin = όρκος.