ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γεμίνι (ουσ. ουδ.) γεμίνι [ʝeˈmini] Σίλ., Φάρασ. γεμίν' [ʝeˈmin] Ουλαγ. 'εμίνι [eˈmini] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. yemin = όρκος.
Όρκος ό.π.τ. : Παίρου γεμίνι (Παίρνω όρκο) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Οπ’ τα ψέματα πήρι γεμίνι (Πήρε όρκο στα ψέματα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Π'γκέ ένα γεμίν' (Κάνε έναν όρκο (Ορκίσου)) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. ομασία, όμισμα, όρκος