ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γελώ (ρ.) γελώ [ʝeˈlo] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ. γελού [ʝeˈlu] Ουλαγ. γιαλάω [ʝaˈlao] Αραβαν. γι-άγω [ʝiˈaɣo] Φάρασ. γι-άω [ˈʝao] Αφσάρ., Φάρασ. γι-άου [ˈʝiau] Φάρασ. Παρατατ. γέλανα [ˈʝelana] Σεμέντρ., Σίλατ. γέλαγα [ˈʝelaɣa] Τελμ. γι-άνκα [ʝiˈanka] Φάρασ. Αόρ. γέλασα [ˈʝelasa] Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ. γι-άσα [ʝiˈasa] Φάρασ. Υποτ. γελάσω [ʝeˈlaso] Ανακ., Φλογ. γι-άσω [ʝiˈaso] Φάρασ. Μτχ. γελασμένο [ʝelaˈzmeno] Αραβαν., Γούρδ. γελαζούμενος [ʝelaˈzumenos] Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ. Από το αρχ. ρ. γελάω-ῶ. Η αποβολή του μεσοφωνηεντ. [l] ομαλή στο ιδ. Φαράσων, ακολουθούμενη από ανομ. ύψους φωνηέντων (Ανδριώτης 1948: 18).
1. Γελάω ό.π.τ. : Με γελάς! Μόνο τσ' είπι δα ένα ένα πάτσ̑α πάτσ̑α (Μη γελάς! Μόνο πές τα ένα ένα αργά αργά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σον γκόσμο χιτς̑ δε γέλανε (Με τίποτα στον κόσμο δεν γελούσε, τίποτα δεν μπορούσε να την κάνει να γελάσει) Σίλατ. -Dawk. Χερίφος το να χι̂ρσ'λανdι̂́σ̑' τον ντόπο, γέλασε (Ο άνθρωπος αντί να θυμώσει, γέλασε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Βασιλός 'φόν τ' άκουσε γέλασε, και τσοπάνος «Γιάτ' γέλασες;», ρωτά το (Όταν το άκουσε ο βασιλιάς γέλασε, και ο τσοπάνος τον ρωτάει: «Γιατί γέλασες;») Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ετό να σε πω να γελάσεις όργο (Αυτό να σου πω να γελάσεις λίγο) Ανακ. -Cost. || Φρ. Γέλασα οπ' τσ̑η ψ̑υσ̑ή μου (Γέλασα με την ψυχή μου˙ γέλασα πάρα πολύ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Αντί σαβάχος, σα 'νάτια μη γι-άς (Σαν βλάκας, στα ανάλατα μη γελάς˙ απάντηση κάποιου ενοχλημένου από τα γέλια άλλου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Νε κλαί', νε γι-ά (ούτε κλαίει ούτε γελάει˙ για ουδέτερες καταστάσεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Νιούγου γελώ (Λίγο γελώ˙ χαμογελώ) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Παροιμ. Σαbαχτάν το ντε γελά, το βραρύ χις̑ ντε γελά (Το πρωί όποιος δεν γελά, το βράδυ καθόλου δεν γελά˙ αν είναι κάτι να σου βγει σε καλό, θα φανεί από την αρχή) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τάημισα κλαιν, τάημισα γι-άν (οι μισοί κλαίνε, οι μισοί γελάνε˙ ο κόσμος χωρίζεται σε ευτυχισμένους και δυστυχισμένους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Αν ποίκει χρόνον, μη λουσκείς και σα δυό μη γελάεις
Σα τρία και σα τέσσερα και μένα να ζητάεις
(Αν περάσει ένας χρόνος, να μη λουστείς και στους δύο χρόνους να μη γελάς
Στους τρεις και στους τέσσερις χρόνους να με αναζητάς)
Τελμ. -Lag.
Πβ. χαχανίζω
β. Μτβ., κάνω κάποιον να γελάσει Σίλατ. : Όποιος να το γελάσ̑' ετό το κορίτσ̑', να το ποίκω qαμπρό (Όποιος το κάνει να γελάσει αυτό το κορίτσι, θα τον κάνω γαμπρό μου ) Σίλατ. -Dawk. «Εσέ ποιος σε ποίκεν να γελάσ̑εις;», κι εκείνο είπεν γκι: «ένα μαϊμούν' με γέλασεν» («Εσένα ποιος σε έκανε να γελάσεις;», κι εκείνη είπε: «Μια μαϊμού με έκανε να γελάσω» ) Σίλατ. -Dawk. || Παροιμ. 'σ' τό-ιναν ντο μέρο ο Θι-ός να σε κουάψει, 'σ' τε τ' άβου το μέρο 'α σε γι-άσει (Από το ένα μέρος ο Θεός αν σε κάνει να κλάψεις, από το άλλο μέρος θα σε κάνει να γελάσεις ˙ ο Θεός μας δίνει και πόνο και παρηγοριά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Χλευάζω, περιγελώ, κοροϊδεύω Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Φλογ. : Τα νυφάδε μπασ̑λάτ'σεν να γελάσ̑'νε και το γιορόν' είπεν: «Γελάς, κουλάκ', γελάς· αbεδώ σα τραγώδια χοσ̑λάνσετε» (Οι νύφες γέλασαν (με τα τραγούδια του πεθερού τους), κι ο γέρος είπε: «Γελάτε, αγαπητές μου, γελάτε· με αυτά τα τραγούδια ευχαριστιέστε») Φλογ. -Dawk. Όλοι γέλασαν και φώναξαν γιούχα την σκυλοπρόσωπη (Όλοι περιγέλασαν και γιούχαραν την (κοπέλα την) σκυλοπρόσωπη) Σινασσ. -Αρχέλ. || Παροιμ. Το χέστσ̑ης γελά το κατουρήστσ̑ης (Ο χέστης κοροϊδεύει τον κατουρλή˙ όταν ο χειρότερος κοροϊδεύει τον τρόπον τινά όμοιό του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Όλ' γιαλούσαν για μένα κι εγώ έσκαζ' από τα γέλια (Όλοι γελούσαν για μένα κι εγώ έσκαζα από τα γέλια˙ για αναιδή ή ανόητο που γελά μαζί με αυτούς που τον περιγελούν) Αραβαν. -ΙΛΝΕ Μα τα 'μόνα εσύ κι εγώ ας γελώ (Πάρε το δικό μου εσύ, κι εγώ ας γελώ τότε˙ έλα στην θέση μου, και κατάλαβε ότι η ειρωνεία για ελαττώματα είναι κακό) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αναγελώ :1, γαριέζω, ζαναχεύω, ζεφκλεντίζω, παραγελώ
3. Απατώ, εξαπατώ Αραβαν., Γούρδ., κ.α., Σίλ., Τελμ. : Γέλασίν ντου, έφυγι (Τον ξεγέλασε κι έφυγε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Με γέλασεν Χριστός· έκλαψεν έκλαψεν και κοιμήθην (Με ξεγέλασε ο Χριστός· έκλαψε, έκλαψε και αποκοιμήθηκε) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Εκείνο γιάτρευέ το, αμά να μη σε πάρει χαbάρι· ν'τα το μάθει, δε σ’ αφήνει· γέλαγάμ’ το (Αυτό τον γιάτρευε, αλλά να μην σε πάρει είδηση (ότι τον ταΐζεις σκατά), αν το καταλάβει δεν σ' αφήνει· τον ξεγελάγαμε) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. αλντατώ, καλιγώνω, κομπώνω
4. Η παθ. μτχ., γελαστός Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ. : To πρόσωπό σ' γιατσί γελασμένο δε φαίνεται; (Το πρόσωπό σου γιατί δεν φαίνεται γελαστό;) Γούρδ. -Καράμπ.