ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαχανίζω (ρ.) χαχανίζω [xaxaˈnizo] Μαλακ., Σινασσ. χαχλανίζω [xaxlaˈnizo] Γούρδ. Από το μεσν. ρ. χαχανίζω (από το χάχανον και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω).
Γελώ παραταταμένα και δυνατά ό.π.τ.