χαχανίζω
(ρ.)
χαχανίζω
[xaxaˈnizo]
Μαλακ., Σινασσ.
χαχλανίζω
[xaxlaˈnizo]
Γούρδ.
Από το μεσν. ρ. χαχανίζω (από το χάχανον και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω).
Γελώ παραταταμένα και δυνατά
ό.π.τ.