χαφίφης
(επίθ.)
χαφίφης
[xaˈfifis]
Σινασσ.
Από το τουρκ. επίθ. hafif = α) ελαφρύς β) απαλός γ) ελαφρόμυαλος.
Ελαφρόμυαλος
Τροποποιήθηκε: 03/09/2025