χατούμης
(ουσ. αρσ.)
χατούμης
[xaˈtumis]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. hadım = ευνούχος. Η λ. ως επών. υπό τον τύπ. Χαντούμης ήδη από τον 17ο αι.
Ευνούχος
Τροποποιήθηκε: 11/06/2025