χατζίτικος
(επίθ.)
Ουδ.
χαdζίτικο
[xa'dzitiko]
Ανακ.
Από το ουσ. χατζής και το παραγωγ. επίθμ. -ίτικο.
Αυτός που είναι σχετικός με το προσκύνημα στους Άγιους Τόπους