ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χατούνα (ουσ. θηλ.) χατούνα [xaˈtuna] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. hatun = α) κυρία, κυρά β) γυναίκα, σύζυγος. Η λ. ως θηλ. ανθρωπων. ήδη μεσν.
Ευγενική προσφώνηση για γυναίκα, κυρία ή δεσποινίς : || Φρ. Χατούνα μου! (Κυρά μου˙ Θωπευτική προσφώνηση προς γυναίκα, κορίτσι μου, μωρό μου) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Συνών. αμπλά :1, κουρούκα, κυρά, κυράτσα