χατούνα
(ουσ. θηλ.)
χατούνα
[xaˈtuna]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. hatun = α) κυρία, κυρά β) γυναίκα, σύζυγος. Η λ. ως θηλ. ανθρωπων. ήδη μεσν.