ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χατίλι (ουσ.) χατίλι [xaˈtili] Φάρασ. Πληθ. χατέλια [xaˈteʎa] Μισθ. Νεότ. ουσ. χατίλι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. hatıl = ξύλο ως δομικό υλικό της τοιχοποιίας.
1. Ξύλο ως δομικό υλικό της τοιχοποιίας Φάρασ.
2. Στον πληθ., τα ξύλα που σχηματίζουν το καφασωτό γυναικωνίτη Μισθ.