χατίλι
(ουσ.)
χατίλι
[xaˈtili]
Φάρασ.
Πληθ.
χατέλια
[xaˈteʎa]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. χατίλι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. hatıl = ξύλο ως δομικό υλικό της τοιχοποιίας.
1. Ξύλο ως δομικό υλικό της τοιχοποιίας
Φάρασ.
2. Στον πληθ., τα ξύλα που σχηματίζουν το καφασωτό γυναικωνίτη
Μισθ.