ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χατούμανα (ουσ. θηλ.) χατούμανα [xaˈtumana] Μαλακ., Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. hatun = α) κυρία, κυρά β) γυναίκα, σύζυγος και το τουρκ. ουσ. ana = μητέρα, ή το ελλ. ουσ. μάνα. Πβ. και την τουρκ. προσφώνηση hanımanne.
Προσφώνηση σε μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκα ό.π.τ. : Τράνα, χατούμανα, εμείς απόψα θα δώκωμ' ένα σεμάδ' στην Ελένη (Κοίτα, κυρά, εμείς απόψε θα δώσουμε ένα σημάδι αρραβώνα στην Ελένη) Σινασσ. -Λεύκωμα